Η Μονή ως Έργο του Μέγα Αλέξιου Κομνηνού
Ελεύθερη Απόδοση στα Νέα Ελληνικά:
Η Μονή του Αγίου Λαυρεντίου είχε δική της σκήτη, κτισμένη σε χαμηλότερη θέση, η οποία ονομάζεται σήμερα “Προφήτης Ηλίας”. Εκεί υπήρχε και ένα εκκλησάκι, και το έτος 1865 βρέθηκε μια πλάκα με επιγραφή, η οποία μεταφέρθηκε στη Μονή και εντοιχίστηκε στη βόρεια πλευρά του ναού εκεί. Φαίνεται ότι χαράχτηκε τον 16ο αιώνα και έχει ως εξής:
Η θεία και ιερή βασιλική και σταυροπηγιακή μονή του αρχιδιακόνου Λαυρεντίου ανεγέρθηκε εκ βάθρων επί της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού με τη συνδρομή και την επιστασία του Λαυρεντίου του Μεγάλου. Έστειλε ο ευσεβέστατος βασιλιάς στον όσιο χρυσίο και χρυσόβουλο και ιερά σκεύη για την οικοδόμηση του ναού και ολοκληρώθηκε ο ναός έως το 6607 από Αδάμ και από Χριστού το 1099.
Οι χαράκτες της επιγραφής αυτής μνημονεύουν σε αυτήν πράγματα που τους ήταν γνωστά αναμφισβήτητα από τα παλιά αρχεία της Μονής του Αγίου Λαυρεντίου.
Μαθαίνουμε λοιπόν και εμείς από εδώ ότι το 1378 η Μονή υπήρχε και ζούσε σε αυτήν ένας μοναχός ή αρχιμανδρίτης ονόματι Λαυρέντιος, ο οποίος με τον καιρό αγιοποιήθηκε και ονομάστηκε τοπικά “Όσιος”, ενώ λόγω των αρετών του ή των θαυμάτων του ονομάστηκε και “Μέγας”. Αυτός ο Λαυρέντιος ήταν μοναχός προηγουμένως στη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, αλλά αναχώρησε από εκεί και ήρθε στη Μονή του Αγίου Λαυρεντίου για να μην αναμιχθεί με τους υπόλοιπους μοναχούς της Λαύρας, οι οποίοι τότε είχαν γίνει οπαδοί της αίρεσης του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου. Επί του Λαυρεντίου αυτού η Μονή και ο ναός της χρειάζονταν ανοικοδόμηση από τα θεμέλια. Ο Λαυρέντιος ανήγειρε τη Μονή με δικά του έξοδα και επίβλεψη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Όσιος Λαυρέντιος είχε μια αρκούδα με την οποία μετέφερε τις πέτρες για την οικοδόμηση της Μονής. Ο τότε βασιλιάς, συγγενής του Οσίου ονόματι Αλέξιος Κομνηνός, έστειλε στον Λαυρέντιο χρυσάφι και χρυσόβουλο (7), το οποίο χρυσόβουλο λέγεται ότι σώζεται ακόμα στη βιβλιοθήκη του Βατικανού στη Ρώμη, και αντίγραφό του στη Μονή Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο (8). Ο Αλέξιος Κομνηνός προίκισε τον ναό της Μονής με ιερά σκεύη.
Επί του ίδιου Λαυρεντίου χτίστηκε και μια σκήτη προς τιμήν της Μεταμόρφωσης του Χριστού και του Προφήτη Ηλία. Εστάλησαν επίσης καλλιεργητές από την Τραπεζούντα, οι οποίοι υπάκουαν τυφλά στον Όσιο Λαυρέντιο (9).
Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, ας δούμε ποιος ήταν ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος ο Μέγας Κομνηνός. Το 1204 η Τραπεζούντα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού Βυζαντινού Κράτους. Συνέχισε να είναι πρωτεύουσα και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ως πρωτεύουσα μίας ξεχωριστής Αυτοκρατορίας με το ίδιο όνομα.
Όταν οι Σταυροφόροι (Ενετοί, Φλαμανδοί, Γάλλοι, Γερμανοί), αντί να προστατεύσουν, όπως ήταν ο κύριος σκοπός τους, τον Άγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα, ήρθαν με μεγάλο στόλο στην Κωνσταντινούπολη, με την πρόφαση να ανεβάσουν στον θρόνο τον εκθρονισμένο Ισαάκιο Άγγελο που ζήτησε τη βοήθειά τους, κατέλαβαν άδικα την πόλη αυτή το 1204 και ίδρυσαν σε αυτήν δική τους Λατινική ή Φράγκικη αυτοκρατορία υπό τον αυτοκράτορα Βαλδουίνο τον Φλαμανδό. Τότε ο γιος του Ανδρονίκου Κομνηνού, που βρισκόταν στην Κοχλία την εποχή της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, ίδρυσε εκεί μια νέα Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία, μετά την εκδίωξη των Λατίνων από την Κωνσταντινούπολη από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1261, διατηρήθηκε παράλληλα με εκείνη της Κωνσταντινούπολης και άκμασε και έγινε αίτια πολλών καλών εκεί στα μέρη.
Διατηρήθηκε δε και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 για οκτώ χρόνια, όταν το 1461 καταλύθηκε και αυτή από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Κατά τη διάρκεια των 258 ετών της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας ανέβηκαν στον θρόνο της είκοσι πρόσωπα με την ακόλουθη σειρά:
– Αλέξιος Α’. ο Κομνηνός 1204-1222
– Ανδρόνικος Α’ ο Γίδας ή Γίδων 1222-1235
– Ιωάννης Α’ ο Αξούχος 1235-1241
– Μανουήλ Α’ ο Μέγας Κομνηνός 1241-1263
– Ανδρόνικος Β’ 1263-1266
– Γεώργιος Α’ 1266-1280
– Ιωάννης Β’ 1280-1297
– Αλέξιος Β’ 1297-1330
– Ανδρόνικος Γ’ 1332-1330
– Μανουήλ Β’ 1332-1336
– Βασίλειος 1336-1340
– Ειρήνη η Παλαιολογίνα 1340-1341
– Άννα η Κομνηνή 1341-1342
– Ιωάννης Γ’ ο Κομνηνός 1342-1344
– Μιχαήλ Α’ 1344-1349
– Αλέξιος Γ’ ο Μέγας Κομνηνός 1349-1390
– Μανουήλ Γ’ 1390-1417
– Αλέξιος Δ’ 1417-1446
– Ιωάννης Δ’ ο Καλογιάννης 1446-1458
– και Δαυίδ ο Κομνηνός 1458-1461
Επί του τελευταίου αυτού αυτοκράτορα η Τραπεζούντα κατακτήθηκε από τον Μωάμεθ Β’. Κυριεύθηκε στις 15 Αυγούστου 1461, στην επέτειο της ίδρυσης της Ελληνικής Αυτοκρατορίας από τον Μιχαήλ Η’ τον Παλαιολόγο στην Κωνσταντινούπολη πριν από ακριβώς διακόσια χρόνια, στις 15 Αυγούστου 1261. Κατ’ εκείνην δε την ημέρα εξέλιπε με την ελευθερία της Τραπεζούντας και κάθε Ελληνική ελευθερία και αυτονομία τελείως. (10)
Αυτός λοιπόν ο Αλέξιος Γ’ ο Μέγας Κομνηνός, ο βασιλεύσας από το 1319 έως το 1390, έστειλε τους προαναφερθέντες στον Όσιο Λαυρέντιο για την οικοδόμηση της Μονής.
Η Μονή είναι μικρή, παντελώς εγκαταλελειμμένη και σε κατάσταση βαθμιαίας καταστροφής. Σώζονται ακόμα κάποια κελιά, ενώ η εκκλησία στο κέντρο της Μονής, λόγω του ισχυρού της κτιρίου, δεν έχει υποστεί σημαντική ζημιά.
Η Μονή επεκτάθηκε και έγινε πιο ευρύχωρη και ψηλότερη από την προηγούμενη το 1764. Όπως φαίνεται μέχρι σήμερα, τα κελιά των μοναχών καταστράφηκαν από τον αδυσώδετο χρόνο. Η ανατολική πλευρά σώζονταν μέχρι το 1853, οπότε και κατέρρευσε, αφήνοντας το μοναστήρι χωρίς κελιά. Σήμερα σώζεται μόνο η βόρεια πλευρά, στην οποία βρίσκονταν το Αρχοντικό (όπως το αποκαλούν οι μοναχοί) και το Δοχείο, με υπόγειο που χρησίμευε ως αποθήκη κρασιού και λαδιού. Τώρα και τα δύο είναι άδεια και ετοιμόρροπα. (11)
Στη Μονή του Αγίου Λαυρεντίου σώζονται τεμάχια μικρών κιόνων και δύο επιστήλια. Όλα αυτά δεν είναι παλαιότερα του 18ου αιώνα και, όπως φαίνεται, αποτελούσαν μέρος στοών της Μονής ή της αυλής της. Στις εξωτερικές πλευρές του ναού είναι εντειχισμένοι διάφοροι λίθοι με επιγραφές και άλλοι αρκετοί που φέρουν απλά γλυπτά πουλιά και ποικίλα κοσμήματα. Η τέχνη τους δεν είναι παλαιότερη του 14ου αιώνα. Από την ίδια εποχή προέρχεται και ένα ηλιακό ρολόι, χαραγμένο σε πλάκα που είναι εντοιχισμένη στη δυτική εξωτερική πλευρά του ναού, πάνω από ένα παράθυρο.
Το γλυπτό μέρος της πλάκας έχει σχήμα ημικυκλίου με διάμετρο 0,333 και μήκος 0,17. Η βάση του κοσμείται με ένα ταινιωτό (έχει μορφή ταινίας) κόσμημα πλάτους 0,06, το οποίο αριστερά φέρει την παράσταση ενός ημισελήνου και δεξιά την παράσταση ενός ήλιου.
Μεταξύ αυτών υπάρχουν τρεις πυξίδες που αναπαριστούν προφανώς αστέρια με ακτίνες. Το κέντρο του ημικυκλίου καταλαμβανόταν από ένα μεταλλικό τριγωνικό έλασμα, η σκιά του οποίου έδειχνε στην πλάκα τον αριθμό της ώρας. Το έλασμα αυτό δεν υπάρχει πλέον, φαίνεται μόνο η θέση του.
Το ημικύκλιο διαιρείται σε ένδεκα ίσα μέρη με δέκα γραμμές που ξεκινούν όλες από το κέντρο του ημικυκλίου και σχηματίζουν έτσι ένδεκα ίσους κώνους. Οι βάσεις τους σχηματίζονται από την περιφέρεια του ημικυκλίου. Μέσα από την περιφέρεια αυτή υπάρχει μια καμπύλη γραμμή, η οποία σχηματίζει ένα ημικυκλοειδές πλαίσιο του ρολογιού. Αυτό, με τις γραμμές των κώνων, σχηματίζει ένδεκα τετράγωνα ίσου πλάτους και μήκους, δηλαδή τις βάσεις των κώνων. Μέσα σε αυτά τα τετράγωνα βρίσκονται οι αριθμοί των ωρών, τους οποίους ο κατασκευαστής του ρολογιού χάραξε με το ελληνικό αλφάβητο. Οι ώρες δεν είναι 12, αλλά 11, και αρχίζουν από τα δεξιά με την ακόλουθη σειρά:
(επιγραφή)
Στο ναό υπάρχουν και παλαιές εικόνες αξιοσημείωτες, όπως του διακόνου Αγίου Λαυρεντίου, καθώς και ιερά σκεύη και εκκλησιαστικά βιβλία. Χειρόγραφα βιβλία υπήρχαν κάποτε σε ένα κιβώτιο, το οποίο ήταν τοποθετημένο μέσα στα κελιά. Τα βιβλία αυτά ήταν σίγουρα λείψανα της βιβλιοθήκης που υπήρχε παλιά στη Μονή (12), η οποία καταστράφηκε την εποχή που χτιζόταν το ιδιόκτητο εξωκλήσι του Δημητρίου Σαράφη, η “Ζωοδόχος Πηγή”. Τα βιβλία της βιβλιοθήκης μεταφέρθηκαν σε σακούλες και ρίχτηκαν στα θεμέλια του εν λόγω εξωκλησιού. Επίσης στη Μονή υπάρχει και ένα μικρό κανόνι, που μεταφέρθηκε από το Ν. Μιτζέλι και χρησίμευε για την περιφρούρηση της Μονής. Πλέον είναι άχρηστο και πεταμένο σε μια γωνιά της Μονής. Από τα παλαιά βιβλία και χειρόγραφα αναφέρουμε τα παρακάτω, όπως τα περιέγραψε ο Παπαδόπουλος ο Κεραμεύς. (13)
Σωκράτης Βαμβάκος
Ιστορικός – Λαογράφος
(1891 – 1972)
Πρωτότυπο Κείμενο:
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου είχε σκήτην ιδίαν, κειμένην εἰς κατωτέραν αὐτῆς τοποθεσίαν, ἥτις ὀνομάζεται σήμερον «Προφήτης Ηλίας»· ἐκεῖ δὲ ὑπῆρχεν καὶ ἓν ἐκκλησίδιον ἐνῷ ἐν ἔτει 1865ῳ εἶχεν εὑρεθῇ μία πλάξ ἐνεπίγραφος μεταφερθεῖσα κατόπιν εἰς τὴν μονὴν καὶ ἐντειχισθεῖσα ἐν τῇ βορείῳ πλευρᾷ τοῦ ἐκεῖ ναοῦ, καὶ ὡς φαίνεται ἐχαράχθη τῷ 16ῳ αἰῶνι ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς.
(επιγραφή)
Η θεια καὶ εἱερὰ βασιλική και σταυροπιγιακι μονὴ τοῦ ἀρχιδιακόνου Λαυρέντίου ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων ἐπὶ της βασιλείας ̓Αλέξιου του Κομνηνού δηα σύνδρομης και επιστασίας Λαυρέντιου του Μεγάλου Εστειλεν ὁ ευσεβέστατος βασιλεὺς εἰς τὸν ὀσιον χρυσιον καὶ χρυσόβουλον καὶ ειέρα σκευη πρὸς ηκοδομὴν τοῦ ναοῦ καὶ ετελειόθη ο ναος έως τοὺς ςωπς ἀπὸ Αδαμ ἀπὸ σε Χριστοῦ ατοη. Αύτη ἡ σκήτι τῆς βασιλεικῆς μονης ἀνηγέρθη επι Λαυρέντιου τοῦ Μεγάλου ἦν δὲ ἐπονόματι τῆς Μεταμόρφωσεως τοῦ Χριστοῦ και του προφήτου Ηλιού.
Οἱ χαράξαντες τὴν ἐπιγραφὴν ταύτην ἀπομνημονεύουσιν ἐν αὐτῇ πράγματα γνωστὰ αὐτοῖς ἀναμφιβόλως ἐκ τῶν πάλαι ποτὲ τῆς Μονῆς τοῦ ̔Αγίου Λαυρεντίου ἀρχείων.
Μανθάνομεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς ἐντεῦθεν, ὅτι ἐνἔτει 1378ῳ ὑπῆρχεν ἡ Μονὴ καὶ ὅτι ἔζη ἐν αὐτῇ εἰς Λαυρέντιος μοναχὸς ἢ ἀρχιμανδρίτης, ὅστις σὺν τῷ χρόνῳ καθαγιασθείς ὠνομάσθη ἐπιτοπίως Ὅσιος, διὰ δὲ τὰς ἀρετάς του ἢ τὰ θαύματά του καὶ Μέγας εἶναι δὲ οὗτος ὁ Λαυρέντιος ὁ μονάζων πρότερον ἐν τῇ Λαύρᾳ τοῦ Ὁσίου Αθανασίου τοῦ ̓Αθωνίτου, ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν καὶ ἐλθών εἰς τὴν Μονὴν τοῦ ̔Αγίου Λαυρεντίου, ἵνα μὴ συγκινωνήσῃ τοῖς ἐν τῇ Λαύρᾳ λοιποῖς μοναχοῖς, γενομένοις τότε ὁπαδοῖς τῆς αἱρέσεως τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ ̓Ακινδύνου. Ἐπὶ τοῦ Λαυρεντίου τούτου ἡ Μονὴ καὶ ὁ ναὸς αὐτῆς εἶχον ἀνάγκην ἀνεγέρσεως ἐκ βά- θρων. Τὴν Μονὴν ἀνήγειρεν οἰκείᾳ συνδρομῇ καὶ ἐπιστασίᾳ αὐτὸς ὁ Λαυρέντιος, ὡς δὲ ἡ παράδοσις, λέγει ὁ ̔́Οσιος Λαυρέντιος εἶχε μίαν ἄρκτον διὰ τῆς ὁποίας μετέφερε τοὺς λίθους πρὸς οἰκοδόμησιν τῆς Μονῆς, εἰς δὲ τότε βασιλεὺς συγγενὴς τοῦ Ὁσίου ὀνομαζόμενος ̓Αλέξιος Κομνηνὸς ἔστειλεν αὐτῷ καὶ χρυσίον καὶ χυσόβουλον (7), ὅπερ χρυσόβουλον λέγεται ὅτι σώζεται εἰσέτι ἐν τῇ ἐν Ρώμη βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ, καὶ ἀντίγραφον αὐτοῦ ἐν τῇ ἐν Πάτμῳ Μονῇ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου (8), εἰς οἰκοδομὴν (=ἀνοικοδομὴν) τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς, προικίσας αὐτὸν μὲ ἱερὰ σκεύη.
Ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ Λαυρεντίου ἀνηγέρθη καὶ σκήτη ἥτις ἣν ἐπ’ ὀνόματι τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ· ἐστάλησαν δὲ καὶ Τραπεζούντιοι καλιεργητα ὑπακούσαντες τυφλῶς εἰς τὸν Ὅσιον Λαυρέντιον(9).
Πρὶν δὲ προχωρήσωμεν περαιτέρω ἃς ἴδωμεν τὶς ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος ο Μέγας Κομνηνός. Κατὰ τὸ ἔτος 1204 ή Τραπεζοῦς ἐγένετο πρωτεύουσα τοῦ Ἑλληνικοῦ Βυζαντιακού Κράτους· Εξηκολούθησε δὲ νὰ διατελῇ καὶ ἀνακτηθείσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρωτεύουσα ἰδίας Αὐτοκρατορίας τῆς ὁμωνύμου αὐτῇ.
Ὅταν οἱ Σταυροφόροι (‘Ενετοί, Φλάνδροι, Γάλλοι, Γερμανοί), ἀντὶ νὰ προστατεύσωσι, κατὰ τὸν κύριον προορισμόν αὐτῶν, τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ Αγιον Τάφον, ἦλθον μετὰ μεγάλου στόλου εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐπὶ τῇ προφάσει ν’ἀναβιβάσωσιν εἰς τὸν θρόνον τὸν ἐξωσθέντα καὶ τὴν βοήθειαν αὐτῶν ἐπικαλεσθέντα Ἰσαάκιον Αγγελον, κατέλαβον παρασπόνδως τὴν μητρόπολιν ταύτην τῷ 1204 καὶ ἵδρυσαν ἐν αὐτῇ ἰδίαν Λατινικὴν ἢ Φραγκικὴν ἀρχὴν ὑπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Βαλδουίνον τὸν Φλανδρικόν. Τότε ὁ υἱὸς τοῦ ̓Ανδρονίκου τοῦ Κομνηνού, εὑρισκόμενος ἐν Κοχλίδι κατὰ τὸν χρόνον τῆς ὑπὸ τῶν Φράγκων ἁλώσεως τῆς Κων/πόλεως, ἵδρυσεν ἐκεῖ νέαν Ἑλληνικὴν Αὐτοκρατορίαν, ἥτις καὶ μετὰ τὴν ἔξωσιν τῶν Λατίνων ἐκ Κων/πόλεως ὑπὸ Μιχαήλ Παλαιολόγου, τῷ 1261, διετηρήθη παραλλήλως πρὸς τὴν ἐν Κων/πόλει καὶ ἤκμασε καὶ πολλῶν καλῶν ἐγένετο αἰτία κατ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη.
Διετηρήθη δὲ καὶ μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῷ 1453 ἐπὶ ὀκταετίαν, ὅτε τὸ 1461 κατελύθη καὶ αὕτη ὑπὸ τοῦ Μωάμεθ τοῦ πορθητού. Κατὰ τὸ διάστημα τῶν 258 ἐτῶν τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Τραπεζοῦντος ἀνέβησαν εἰς τὸν Θρόνον αὐτῆς εἴκοσι πρόσωπα κατὰ τὴν ἑξῆς τάξιν.
Αλέξιος Α’. δ Κομνηνός 1204-1222, Ανδρόνικος Α ́. ὁ Γιδος ἢ Γίδων 1222-1235, Ιωάννης Α ́ ὁ ̓Αξούχος 1235 – 1241, Μανουήλ Α ́. ὁ Μέγας Κομνηνός 1241-1263, Ανδρόνικος Β ́. 1263-1266, Γεώργιος Α ́, 1266-1280, Ιωάννης Β ́. 1280 – 1297 Αλέξιος Β’. 1297-1330, Ανδρόνικος Γ ́. 1332-1330, Μανουήλ Β’ 1332-1336. Βασίλειος 1836-1340, Εἰρήνη ἡ Παλαιολογίνα 1340-1341, Αννα ἡ Κομνηνή 1341-1342, Ἰωάννης Γ ́. ὁ Κομνηνὸς 1342-1344, Μιχαήλ Α’. 1344-1349, ΑΛΕΞΙΟΣ Γ’. ὁ ΜΕΓΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 1349 -1390, Μανουήλ Γ ́. 1390- 1417, Αλέξιος Δ’. 1417-1446, Ἰωάννης Δ ́. ὁ Καλογιάννης 1446-1458, καὶ Δαυΐδ ὁ Κομνηνός 1458 -1461
Ἐπὶ τοῦ τελευταίου τούτου Αὐτοκράτορος ἡ Τραπεζοῦς κατεκτήθη ὑπὸ τοῦ Μωάμεθ Β ́. κυριευθείσα τῇ 15 Αὐγούστου 1461, κατ’ αὐτὴν τὴν ἐπέτειον τῆς ὑπὸ τοῦ Μιχαὴλ Η ́. τοῦ Παλαιολόγου ἀνιδρύσεως τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας ἐν Κωνσταντινουπόλει πρὸ διακοσίων ἀκριβῶς ἐτῶν, τῇ 15 Αὐγούστου 1261. Κατ’ ἐκείνην δὲ τὴν ἡμέραν ἐξέλιπεν μετὰ τῆς ἐλευθερίας τῆς Τραπεζοῦντος καὶ πᾶσα Ελληνικὴ ἐλευθερία καὶ αὐτονομία τελείως. (10)
Οὗτος λοιπὸν ὁ ̓Αλέξιος Γ ́. ὁ Μέγας Κομνηνός ὁ βασιλεύσας ἀπὸ τὸ 1319-1390 ἔστειλε τ ̓ ἀνωτέρω εἰς τὸν Ὅσιον Λαυρέντιον πρὸς οἰκοδόμησιν τῆς Μονῆς.
Ἡ Μονὴ εἶναι μικρά, ἐγκαταλελειμένη παντελῶς καὶ εἰς κατάστασιν βαθμιαίας καταστροφῆς, σώζονται εἰσέτι κελλία τινά, ἡ δ ̓ ἐν τῷ μέσῳ τῆς μονῆς ἐκκλησία διὰ τὸ ἰσχυρόν της κτίριον οὐδεμίαν ἔπαθε σπουδαίαν βλάβην.
Ἡ μονὴ ἀπεκτίσθη εὐρυτέρα καὶ ὑψηλοτέρα τῆς πρώτης τῷ 1764 ὡς φαίνεται μέχρι σήμερον τὰ κελλία τῶν μοναχῶν κατεστράφησαν ὑπὸ τοῦ πανδαμάτορος χρόνου· ἡ ἀνατολικὴ πλευρὰ ἐσῴζετο μέχρι τοῦ 1853 πεσούσης καὶ ἐκείνης ἔμεινε τὸ μοναστήριον ἄνευ κελλίων· ἤδη σῴζεται μόνον ἡ βόρειος πλευρὰ ἐν ᾗ ἦταν τὸ ̓Αρχοντιλίκιον (κατὰ τὴν φράσιν τῶν μοναχῶν) καὶ τὸ Δοχεῖον ὑφ ̓ ἃ τὸ ἰσόγειον ἔχον ἀποθήκην τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, τώρα δὲ εἰσὶ κενὰ ἀμφότερα καὶ ἑτοιμόρροπα (11)
Ἐν τῇ Μονῇ τοῦ ̔Αγίου Λαυρεντίου σώζονται τεμάχια μικρῶν κιόνων και δύο ἐπιστήλια· ταῦτα πάντα δὲν εἶναι παλαιότερα του 18ου αἰῶνος, καὶ ὡς φαίνεται ἀπετέλουν μέρος στοῶν τῆς Μονῆς, ἢ τῆς φιάλης αὐτῆς. Ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν τοῦ ναοῦ πλευρῶν εἶναι ἐντειχισμένοι διάφοροι λίθοι ἐνεπίγραφοι καὶ ἕτεροι οὐκ ὀλίγοι ἔχοντες ἁπλῶς γλυπτά τινὰ πτηνὰ καὶ ποικίλα κοσμήματα τούτων δὲ ἡ τέχνη δὲν εἶναι παλαιοτέρα του 14ου αἰῶνος. Τῆς αὐτῆς ἐποχῆς εἶναι καὶ ἓν ἡλιακὸν ὡρολόγιον ἐγκεχαραγμένον ἐπὶ πλακός, ἥτις εἶναι ἐντετειχισμένη ἐν τῇ πρὸς δυσμὰς ἐξωτερικῇ τοῦ ναοῦ πλευρᾷ ὑπεράνω τινὸς παραθύρου.
Τὸ γλυπτὸν τῆς πλακὸς μέρος εἶναι σχήματος ἡμικυκλίου διαμέτρου 0,333 καὶ μήκους 0,17, την βάσιν αὐτοῦ κοσμεῖ ἓν ταινοειδὲς κόσμημα πλάτους 0,06, ὅπερ ἐξ ἀριστερῶν ἔχει τὴν παράστασιν ἡμισελήνου καὶ ἐκδεξιῶν τὴν παράστασιν ἡλίου. Μέσον δὲ τούτων ὑπάρχουσι τρεῖς πυξίδες ἀναπαριστῶσαι προφανῶς ἀστέρας ἀκτινοβολοῦντας. Τὸ κέντρον τοῦ ἡμικυκλίου κατείχετο ὑπό τινος μεταλλικού τριγωνοειδοῦς ἐλάσματος, οὔτινος ἡ σκιὰ ἐδείκνυεν ἐπὶ τῆς πλακὸς τὸν ἀριθμὸν τῆς ὥρας. Τὸ ἔλασμα τοῦτο δὲν ὑπάρχει, φαίνεται δὲ μόνον ἡ θέσις αὐτοῦ.
Τὸ ἡμικύκλιον διαιρεῖται εἰς ἕνδεκα ἴσα μέρη διά δέκα γραμμῶν ὁρμωμένων ἁπασῶν ἐκ τοῦ κέντρου τοῦ ἡμικυκλίου καὶ ἀποτελουσῶν οὕτως ἕνδεκα ἴσους κώνους, ὧν τὰς βάσεις σχηματίζει αὐτὴ τοῦ ἡμικυκλίου ἡ περιφέρεια. Ενδότερον δὲ τῆς περιφερείας ταύτης υπάρχει καμπύλη γραμμή, ἥτις σχηματίζει ἓν οὕτως εἰπεῖν ἡμικυκλοειδές πλαίσιον τοῦ ὡρολογίου, ὅπερ διὰ τῶν γραμμῶν τῶν κώνων σχηματίζει ἕνδεκα τετράγωνα ἴσου πλάτους καὶ μήκους, αὐτὰς δηλαδὴ τὰς βάσεις τῶν κώνων, ἐν δὲ τοῖς τετραγώνοις τούτοις εὑρίσκονται οἱ ἀριθμοὶ τῶν ὡρῶν, οὓς ὁ τὸ ὡρολόγιον κατασκευάσας ἐνεχάραξε διὰ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου. Αἱ ὧραι εἶναι οὐχὶ 12, ἀλλ ̓ ἕνδεκα καὶ ἄρχονται ἐκ δεξιῶν οὕτως.
Ἐν τῷ ναῷ ὑπάρχουσι καὶ παλαιαὶ εἰκόνες ἀξιόλογοι, οἷον τοῦ διακόνου Αγίου Λαυρεντίου, καὶ σκεύη ἱερὰ καὶ βιβλία ἐκκλησιαστικά, χειρόγραφα τινα βιβλία ὑπῆρχον ἔν τινι κιβωτίῳ, ὅπερ ἦτο τοποθετημένον ἐντὸς τῶν κελλίων· τὰ βιβλία ταῦτα ἦσαν βεβαίως λείψανα τῆς ἐν τῇ Μονῇ ὑπαρχούσης ἄλλοτε βιβλιοθήκης (12) καὶ ἥτις κατεστράφη καθ’ ἣν ἐποχὴν ἐκτίζετο τὸ ἰδιόκτητον ἐξωκκλήσιον τοῦ Δημητρίου Σαράφη ἡ «Ζωοδόχος Πηγή» μεταφερθέντων τῶν βιβλίων τῆς βιβλιοθήκης ἐντὸς σάκκων καὶ ριφθέντων ἐν τοῖς θεμελίοις τοῦ ἐν λόγῳ ἐξωκκλησίου. Επίσης εἰς τὴν μονὴν ὑπάρχει και μικρὸν κανόνιον μεταφερθὲν ἐκ Ν. Μιτζέλης καὶ τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευε προς περιφρούρησιν τῆς Μονῆς ἤδη δὲ εἶνε ἄχρηστον καὶ πεταγμένον ἔν τινι γωνίᾳ τῆς Μονῆς. Ἐκ τῶν παλαιῶν βιβλίων καὶ χειρογράφων ἀναφέρομεν τὰ κάτωθι ὡς τὰ περιέγραψεν ὁ Παπαδόπουλος ὁ Κεραμεύς. (13)