Ο Οικισμός κατά τους Αρχαίους Χρόνους

Ελεύθερη Απόδοση στα Νέα Ελληνικά:

Η θέση του χωριού Άγιος Λαυρέντιος, και ιδιαίτερα της Μονής, δεν ήταν ακατοίκητη στην αρχαιότητα, όπως φαίνεται από πολλά λείψανα παλαιών κατοικιών που βρέθηκαν σε μεγάλη απόσταση από τη Μονή, καθώς και από αγγεία από πηλό, νομίσματα και τάφους που βρέθηκαν σε διάφορες εποχές. Ειδικότερα, αναφέρουμε ότι τον Νοέμβριο του 1891, εργάτες που έσκαβαν έξω από τη Μονή του Αγίου Λαυρεντίου βρήκαν μια πέτρα σπασμένη δεξιά αριστερά και με πλάτος 0,10 και μήκος 0,33. Από την πέτρα αυτή σώθηκε μια επιγραφική επιφάνεια, αντίγραφα της οποίας ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης παρέδωσε στην Αρχαιολογική Εταιρεία και στη Διεύθυνση της Γαλλικής Σχολής στην Αθήνα και δημοσιεύτηκαν στο τεύχος Δ’, σελ. 380 του “Προμηθέα” (1). Η εν λόγω επιγραφή έχει ως εξής: Σύμφωνα με τον Ζωσιμά Εσφιγμενίτη, η προαναφερθείσα επιγραφή φαίνεται να είναι ψήφισμα του Μαγνητικού Συνδέσμου και ίσως χαράχτηκε μεταξύ του 154 και 170 π.Χ., όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Ύπαιος Τίτος Κουίντιος Φλαμινίνος ήρθε για δεύτερη φορά στη Θεσσαλία μετά την ήττα του Φιλίππου στις Κυνὸς Κεφαλαῖς. Όλα τα ελληνικά έθνη τον υποδέχτηκαν με ευμένεια, εκτός από τους Μάγνητες, διότι εμποδίζονταν από τη συμπεριφορά του Αρχιστρατηγού τους, Ευρυλόχου του Μάγνητα, για τον οποίο ο Πολύβιος γράφει: “Ο Ευρύλοχος ο Μάγνης ηγείτο σώμα σχεδόν τριών χιλιάδων ανδρών, που ονομαζόταν ‘άγημα’ από τους βασιλείς.” Ο Ευρύλοχος έλεγε στους Μάγνητες ότι μόλις παραδώσουν στους Ρωμαίους τη Δημητριάδα, θα έφερναν εκεί τον Δημήτριο, γιο του Φιλίππου, τον οποίο κρατούσαν όμηρο ενώ παράλληλα, ύβριζε τους Ρωμαίους. Ο Φλαμινίνος, μαθαίνοντας αυτά, κατηγόρησε τους Μάγνητες ως αχάριστους και ήθελε να τους τιμωρήσει. Ο Ζήνων ο Ρόδιος, ένας από τους προέδρους, στρεφόμενος προς τον Κουίντιο και τους πρέσβεις, τους ικέτευε με δάκρυα να μην τιμωρήσουν ολόκληρο τον λαό για το σφάλμα ενός ατόμου, για το οποίο μόνο ο Ευρύλοχος έπρεπε να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Ο Ευρύλοχος, βλέποντας ότι δεν ήταν ασφαλής στη χώρα των Μαγνήτων, κατέφυγε στους Αιτωλούς. Την ίδια μέρα, οι Αιτωλοί, σε ένα έκτακτο Συμβούλιο, πήραν τρεις σημαντικές αποφάσεις, να καταλάβουν με δόλο ταυτόχρονα τη Δημητριάδα, τη Χαλκίδα και τη Σπάρτη και διόρισαν τρεις από τους πιο αξιόλογους πολίτες ως διοικητές για καθεμία από τις τρεις πόλεις. Ο Διοκλής, ένας από τους τρεις διορισμένους ηγέτες, στράφηκε προς την κατάληψη της Δημητριάδας και με τη βοήθεια του αποστάτη Ευρυλόχου και των στρατευμάτων του, κατέλαβαν την πόλη. Φαίνεται ότι τότε οι Μαγνήτες ψήφισαν το προαναφερθέν ψήφισμα προς τιμήν του Ευρυλόχου. Σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο τον Κεραμέα, το κομμάτι της επιγραφής που βρέθηκε, όπως φαίνεται από τον στίχο 3, ανήκει σε μια πόλη που ονομαζόταν Μεθώνη, την οποία ανέφερε ο Στράβων. Από την τωρινή κατάσταση της επιγραφής, είναι αδύνατον να πούμε με βεβαιότητα ποια είναι η ταυτότητα του τόπου του Αγίου Λαυρεντίου και της Μεθώνης. Ίσως, όπως φαίνεται και από το “ΟΣ” στον στίχο 3, να αποτελεί το τέλος του ονόματος της Σηπιάδος, η οποία ήταν μια από τις πόλεις της Θεσσαλικής Μαγνησίας (2). Επίσης, το 1899, στις 5 Μαΐου, στην περιοχή “Ασπρόχωμα” ή “Ράχες”, ανατολικά της κωμόπολης, σε απόσταση περίπου 1000 βημάτων και δεξιά από τον δρόμο που οδηγεί από τον Άγιο Λαυρέντιο στο Καραμπάσι, ο Ιωάννης Καρασπίνης, σκάβοντας, ανακάλυψε μια μεγάλη πέτρα, την οποία 8 άνδρες μετέφεραν στο σπίτι της χήρας Π. Σιαμάτη, η οποία την αγόρασε για 50 δραχμές. Το σχήμα της είναι ωοειδές και κάτω από τη βάση κρέμεται μια λαβή μήκους 0,32 που καταλήγει σε κόμβο. Η βάση έχει διάμετρο 0,06, το ύψος 1 μέτρο και 0,24 και η περιφέρεια 3 μέτρα και 0,43 (3). Από τα παραπάνω τεκμήρια φαίνεται ότι η περιοχή αυτή ήταν κατοικημένη κατά την αρχαιότητα, πριν από τον Χριστό. Σωκράτης Βαμβάκος Ιστορικός – Λαογράφος (1891 – 1972)

Πρωτότυπο Κείμενο:

Ἡ θέσις τοῦ χωρίου Αγιος Λαυρέντιος καὶ ἰδίᾳ τῆς Μονῆς δὲν ἦτο κατὰ τὴν παλαιὰν ἐποχὴν ἀκατοίκητος, ὡς ἐμφαίνεται ἐκ πολλῶν λειψάνων παλαιῶν κατοικιών εὑρισκομένων εἰς ἱκανὴν ἔκτασιν ἀποστάσεως ἀπὸ τῆς Μονῆς ὡς καὶ ἐκ δοχείων ἐκ κεράμων καὶ νομισμάτων καὶ τάφων εὑρεθέντων κατὰ διαφόρους ἐποχάς.

Εἰδικῶς ἀναφέρομεν ὅτι κατὰ τὸν Νοέμβριον τοῦ 1891 ἐργάται σκάπτοντες ἔξωθι τῆς Μονῆς τοῦ ̔Αγίου Λαυρεντίου εὗρον λίθον ἐγχώριον τεθραυσμένον δεξιὰ ἀριστερὰ καὶ κατὰ πλάτους 0,10 καὶ μήκους 0,33· τοῦ λίθου τούτου περιεσώθη ἐνεπίγραφος ἐπιφάνεια τῆς ὁποίας ἐκτυπώματα λαβὼν ὁ Ζωσιμᾶς Εσφιγμενίτης παρέδωκε τῇ ̓Αρχαιολογική Εταιρία καὶ τῇ Διευθύνσει τῆς ἐν ̓Αθήναις Γαλλικῆς Σχολῆς καὶ ἐδημοσίευσεν εἰς τὸ Δ’. ἔτος σελ. 380 ἐκδοθέντα «Προμηθέα» (1)

Ἡ ἐν λόγῳ ἐπιγραφὴ ἔχει οὕτω:


Κατὰ μὲν τὸν Ζωσιμᾶν Εσφιγμενίτην ἡ ἀνωτέρω ἐπιγραφὴ φαίνεται ὅτι εἶναι ψήφισμα του Μαγνητικού Συνδέσμου καὶ ἴσως ἐχαράχθη κατὰ τὸ 154 -170 π.χ., ὅτε ὁ Ὕπαιος Τίτος Κουΐντιος Φλαμινῖνος τῶν Ρωμαίων ἦλθε τὸ δεύτερον μετὰ τὴν ἧτταν τοῦ Φιλίππου ἐν ταῖς Κυνὸς Κεφαλαῖς εἰς τὴν Θεσσαλίαν, καὶ ὅλα τὰ Ἑλληνικὰ Εθνη ὑπεδέχθησαν αὐτὸν εὐμενῶς ἐκτὸς τῶν Μαγνήτων, διότι ἐκωλύοντο ὑπὸ τοῦ ̓Αρχιστρατήγου αὐτῶν Εὐρυλόχου τοῦ Μάγνητος περὶ οὗ ὁ Πολύβιος λέγει «Ευρύλοχος μὲν γὰρ ὁ Μάγνῆς ἡγεῖτο σχεδὸν ἀνδρῶν τρισχιλίων τοῦ καλουμένου παρὰ τοῖς βασιλεῦσι ἀγήματος».

Ἔλεγε δὲ τοῖς Μάγνησιν ὅτι ἅμα δώσωμεν τοῖς Ρωμαίοις τὴν Δημητριάδα θὰ φέρωσιν εἰς αὐτὴν Δημήτριον τὸν υἱὸν τοῦ Φιλίππου, ὃν εἶχον ὅμηρον συνάμα δὲ ὕβριζε τοὺς Ρωμαίους. Ταῦτα μαθὼν ὁ Φλαμινῖνος ἤλεγξε τοὺς Μάγνητας ὡς ἀχαρίστους καὶ ἠβουλήθη να κακοποιήσῃ αὐτούς. Ζήνων ὁ Ρόδιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς προέδρους στρεφόμενος πρὸς τὸν Κουΐντιον καὶ τοὺς πρέσβεις ἐξώρκισε μὲ δάκρυα νὰ μὴ ρίψουν εἰς ὅλον τὸν λαὸν τὸ σφάλμα ἑνὸς ἀτόμου διὰ τὸ ὁποῖον αὐτὸς καὶ μόνος ὁ Εὐρύλοχος ἔδει νὰ δώσῃ λόγον τῶν πράξεών του. Ὁ δὲ Εὐρύλοχος βλέπων ὅτι δὲν ἦτο ἀσφαλῆς εἰς τὴν χώραν τῶν Μαγνήτων κατέφυγεν εἰς τοὺς Αἰτωλούς.

Οἱ Αἰτωλοὶ εἰς ἰδιαίτερον Συμβούλιον ἔλαβον ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας τρεῖς μεγάλας ἀποφάσεις ἤτοι να κυριεύσωσι διὰ πανουργίας ταυτοχρόνως τὴν Δημητριάδα, την Χαλκίδα καὶ τὴν Σπάρτην καὶ τρεῖς ἐκ τῶν προκρίτων πολιτῶν διώρισαν δι ̓ ἑκάστην ἐκ τῶν τριῶν πόλεων ὡς διοικητάς.

Ὁ Διοκλῆς εἰς τῶν τριῶν προκρίτων ἐτράπη πρὸς κατάληψιν τῆς Δημητριάδος καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς ἀποστασίας τοῦ Εὐρυλόχου ἐπὶκεφαλῆς τῶν ταγμάτων ἐκυρίευσαν τὴν Δημητριάδα.
Τότε φαίνεται οἱ Μάγνητες ἐποίησαν τὸ ἄνω ψήφισμα πρὸς τιμὴν τοῦ Εὐρυλόχου.
Κατὰ δὲ τὸν Παπαδόπουλον τὸν Κεραμέα τὸ τεμάχιον τῆς εὑρεθείσης ἐπιγραφῆς ὡς ἐμφαίνεται ἐκ τοῦ στίχου 3 ἀνήκει εἰς πόλιν τινὰ Μεθώνην ἣν ἀνέφερεν ὁ Στράβων· ἐκ τῆς νῦν δὲ καταστάσεως τῆς ἐπιγραφῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποφανθῇ τις περὶ τῆς ταυτότητος τοῦ τόπου του Αγίου Λαυρεντίου καὶ τῆς Μεθώνης ἄλλως δὲ ὡς φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ἐν τῷ 3ῳ στίχῳ ΟΣ ὅπερ δύναται νὰ εἶναι καὶ τὸ τέλος τοῦ ὀνόματος τῆς Σηπιάδος ἥτις ἦτο μία ἐκ τῶν πόλεων τῆς Θετταλικῆς Μαγνησίας(2).

Ὡσαύτως κατὰ τὸ 1899 5ην Μαΐου παρὰ τὴν θέσιν ἀσπρόχωμα ἢ Ράχες ἐκτὸς τῆς κωμοπόλεως ἀνατολικῶς καὶ ἕως 1000 βήματα καὶ δεξιὰ τῆς ἀγούσης ὁδοῦ ἀπὸ ̔Αγίου Λαυρεντίου πρὸς Καραμπάσι ὁ Ἰωάννης Καρασπίνης σκάπτων ἀνεκάλυψε μέγαν πῖθεν ὃν 8 ἄνθρωποι μετέφερον εἰς τὴν οἰκίαν τῆς χήρας Π. Σιαμάτη ἥτις τὸν ἠγόρασεν ἀντὶ 50 δραχ. Τὸ σχῆμα του εἶναι ὡς τὸ τοῦ ᾠοῦ καὶ ὑπὸ τὴν βάσιν κρέμματα: λαβή τις ἥτις ἔχει μήκος 0,32 και λήγει εἰς κομβίον· ἡ βάσις του ἔχει διάμετρον 0,06 τὸ ὕψος του είναι 1 μέτρον και 0,24 ἡ δὲ περιφέρεια 3 μέτρα και 0,43 (3).

Ἐκ τῶν ἄνω τεκμηρίων ἐμφαίνεται ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἦτο κατῳκημένη κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους πρὸ Χριστοῦ.