Τα 24 Χωριά του Πηλίου επί Τουρκοκρατίας

Ελεύθερη Απόδοση στα Νέα Ελληνικά:

Μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την επικράτηση των Τούρκων, οι κάτοικοι της Μαγνησίας που ζούσαν παραθαλάσσια, άρχισαν να μετακινούνται προς τα ψηλά, συνοικιζόμενοι γύρω από τα ήδη υπάρχοντα μοναστήρια. Ο αρχικά αραιός πληθυσμός πύκνωνε μέρα με τη μέρα λόγω των μεταναστεύσεων. Οι κάτοικοι, φεύγοντας από την Ενετική κυριαρχία και την πειρατεία των Αλγερινών που λυμαίνονταν όλη τη Μεσόγειο, αναζήτησαν ασφάλεια και καταφύγιο στις χαράδρες του Πηλίου. Έτσι, σιγά σιγά, από τις στάχτες των αρχαίων Μαγνητικών πόλεων άκμασαν και ευημερούσαν νέες κωμοπόλεις πάνω στο Πήλιο και την Όσσα, αποτελώντας το στολίδι της σημερινής Θεσσαλίας.

Ιδίως ο πληθυσμός των Μαγνητικών χωριών αυξήθηκε σημαντικά κατά την εποχή του διαβόητου τυράννου Αλή πασά. Οι περισσότεροι κάτοικοι από τα Άγραφα και την υπόλοιπη Θεσσαλία για να αποφύγουν την τυραννία του, κατέφυγαν στα χωριά του Πηλίου. Τα περισσότερα από αυτά όντας εξαρτημένα από τη βασιλομήτορα, βρίσκονταν υπό την προστασία της, μακριά από τις αρπαγές και τις βιαιοπραγίες του τυράννου. (17)

Αυτά τα χωριά δωρήθηκαν στη βασιλομήτορα από τον Σουλτάνο Μεχμέτ Δ’ το 1668, όταν κατέβηκε στη Λάρισα και από εκεί στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στην Πορταριά. Ο Σουλτάνος, εντυπωσιασμένος από τα γύρω χωριά, τα δώρισε στη μητέρα του, τη Βαλιδέ Σουλτάνα, και έκτοτε πέρασαν κληρονομικά στις Σουλτανίδες. (18)

Η περίφημη Βαλιδέ Σουλτάνα, που τόσα πολλά κατόρθωσε υπέρ των Χριστιανών, ήταν ελληνικής καταγωγής και κόρη ιερέα, αρπάχτηκε και δωρήθηκε στον Σουλτάνο λόγω της μεγάλης της ομορφιάς.

Η σύζυγος του Μεχμέτ Δ’, βασιλεύοντας ο γιος της Σουλτάνος Αχμέτ Γ’, αφιέρωσε το 1/3 από τα χωριά, δηλαδή τα Δράκεια, Άγιο Λαυρέντιο, Άγιο Γεώργιο, Πινακάτες, Βυζίτσα, Μούρεσι, Κισσό, Ανήλιο και Μακρειαρράχη στο τζαμί Yeni Camii στον Γαλατά. (19)

Πριν από την Επανάσταση τα χωριά αυτά διαιρούνταν σε Βακούφια και Χάσια. Βακούφια ήταν η Μακρυνίτσα, η Δράκεια, ο Άγιος Λαυρέντιος, ο Άγιος Γεώργιος με τις Πινακάτες και τη Βυζίτσα, η Αργαλαστή με τα εξαρτήματά της (Μετόχι, Πινακάτες, Συκές και Μπίρ), ο Λαύκος, το Προμύρι, η Μούρεσι, ο Κισσός, το Ανήλιο και η Μακρειαρράχη. Χάσια ήταν η Πορταριά, ο Βόλος, τα Λεχώνια, οι Μηλιές με την Πρόπα και το Λαμπνό, το Νεοχώρι με τη Νιάου, η Τσαγκαράδα και η Ζαγορά με το Πουρί. Πρωτεύουσα των Βακουφίων ήταν η Μακρυνίτσα, όπου έδρευε ο Βοεβόδας που διοριζόταν από τον Κεχαγιά της Βασιλομήτορος. Ο Βοεβόδας είχε μαζί του και άλλους Τούρκους, τους οποίους έστελνε ως υποδιοικητές στα υπόλοιπα Βακούφια και τα κοινά θέματα όλων των Βακουφίων τα διαχειρίζονταν οι πρόεδροι της Μακρυνίτσας, ενώ τα ιδιαίτερα θέματα κάθε χωριού τα διαχειρίζονταν οι δημογέροντες. Οι φόροι των Βακουφίων ήταν ελάχιστοι. Το χαράτσι που πλήρωνε ο Άγιος Λαυρέντιος ήταν 75 γρόσια το χρόνο. Κανένας Τούρκος της γύρω περιοχής δεν επιτρεπόταν να μπει στα Βακούφια. Η διοίκηση βρισκόταν στα χέρια των δημογερόντων, με τυπική μόνο παρουσία του Τούρκου Βοεβόδα. Τα προνόμια των Χασίων ήταν μικρότερα. Οι φόροι τους ήταν μεγαλύτεροι. Διοικούνταν από Τούρκους που έστελνε ο Πασάς της Λάρισσας και ήταν πιο εκτεθειμένα στις κακοποιήσεις των γειτονικών Οθωμανών. Η κοινοτική διοίκηση, όμως, βρισκόταν στα χέρια των δημογερόντων που εκλέγονταν από τον λαό. Η συμπεριφορά τους, σε χωριά όπως η Ζαγορά, ήταν άκρως πατριωτική.

Υπό αυτήν την διοίκηση, τα χωριά του Πηλίου γνώρισαν μεγάλη πρόοδο πριν από την Επανάσταση. Ο πληθυσμός τους αυξήθηκε, η πνευματική τους ανάπτυξη και η υλική τους ευημερία άνθισαν, καθιστώντας τα αντικείμενο θαυμασμού και επαίνων για πολλούς περιηγητές.

Ο Άνθιμος Γαζής, ο οποίος καταγόταν από ένα από τα χωριά αυτά, τις Μηλιές, και εξέδωσε το 1807 στη Βενετία τη δεύτερη έκδοση της Γεωγραφίας του Μελετίου, περιγράφει όλα τα χωριά αυτά σε ένα μακροσκελές του σχόλιο. Πολλά από αυτά, λέει, είναι πιο σωστό να ονομάζονται κωμοπόλεις, και έπειτα προσθέτει:
    «Αυτές οι κωμοπόλεις ζουν από τα κτήματά τους. Η περιοχή είναι πολύ εύφορη και γεμάτη καρποφόρα δέντρα. Οι κάτοικοί τους είναι άκρως εργατικοί, φιλόμαθεις και φιλόπατριδες. Φροντίζουν τις τέχνες και τα γράμματα. Όλες οι κωμοπόλεις έχουν ελληνικά σχολεία, όπου υπάρχουν και μικρές βιβλιοθήκες».
    «Διοικούνται πνευματικά από τον δικό τους Μητροπολίτη, τον επονομαζόμενο Δημητριάδος και Ζαγοράς, και πολιτικά διοικούνται δημοκρατικά με πατριωτισμό, εξαρτημένα άμεσα από την Κωνσταντινούπολη, εκλέγοντας κάθε χρόνο γέροντες, οι οποίοι έχουν όλη τη φροντίδα της πατρίδας τους».

Ωστόσο, ο Άγγλος περιηγητής Ουρκουάρτ, αναφερόμενος σε αυτό το τελευταίο γεγονός, παρατηρεί ότι ο Δόδουελ θεωρεί αυτά τα χωριά ως τα πλουσιότερα και πιο ακμαία από όλες τις κοινότητες υπό οθωμανική κυριαρχία.

Μετά από μια ποιητική περιγραφή της φύσης τους, ο ίδιος ο Ουρκουάρτ επισημαίνει:
    «Το Πήλιο κοσμείται από 24 μεγάλες κωμοπόλεις, κάποιες από τις οποίες μάλλον θα έπρεπε να ονομάζονται πόλεις. Κατοικούνται από Έλληνες δυνατούς, αθλητικούς, γενναίους και πολυάριθμους, που δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τους γείτονές τους Τούρκους».

Και όμως λεηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο Ουρκουάρτ όμως ομολογεί ότι πριν από αυτό διεξήγαγαν αξιόλογο εμπόριο μεταξιού και μάλλινων σκεπασμάτων, με τα οποία προμήθευαν όλη την Ανατολή. Όταν καταστράφηκαν από τους Τούρκους, είχαν, εκτός από άλλα, καθηγητή Χημείας και Πειραματικής Φυσικής, και ανάμεσα στα λάφυρα που άρπαξαν οι εχθροί υπήρχαν και σκεύη χρήσιμα για πειράματα γαλβανισμού (επικάλυψη μετάλλων με ψευδάργυρο) και ηλεκτρικές μηχανές. Συνολικά, καταλήγει ότι ο πλούτος και η ευημερία τους ήταν αξιοθαύμαστα. (22)

Σωκράτης Βαμβάκος
Ιστορικός – Λαογράφος
(1891 – 1972)

Πρωτότυπο Κείμενο:

Μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἐπικρατούντων τῶν Τούρκων, οἱ παρὰ τὴν παραλίαν κατοικοῦντες Μάγνητες ἀπεσύροντο υψηλότερα συνοικιζόμενοι παρὰ τὰς προϋπαρχούσας μονάς. Ὁ κατ ̓ ἀρχὰς ἀραιός πληθυσμὸς ἐγίνετο ὁσημέραι πυκνότερος ἐκ τῶν μεταναστεύσεων. Οι κάτοικοι φεύγοντες τὴν Ενετικήν κυριαρχίαν καὶ ἅπασαν τὴν Μεσόγειον λυμαινομένην πειρατείαν τῶν ̓Αλγερίνων ἐζήτουν εἰς τὰς χαράδρας του Πηλίου ἀσφάλειαν καὶ καταφυγήν· καὶ οὕτω μικρὸν καὶ κατ’ ὀλίγον ἐκ τῆς τέφρας τῶν ἀρχαίων Μαγνητικῶν πόλεων ἀνέθαλλον ἐπὶ τοῦ Πηλίου καὶ τῆς Ὄσσης νέαι ἀκμάζουσαι καὶ εὐημεροῦσαι κωμοπόλεις ἀποτελοῦσαι τὸν καλλίτερον κόσμον τῆς σημερινῆς Θεσσαλίας· ἰδίως δὲ προήχθη ὁ πληθυσμὸς τῶν Μαγνητικῶν χωρίων κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ διαβοήτου τυράννου Αλή πασσᾶ, ὅτε πλεῖστοι τῶν κατοίκων τῶν ‘Αγράφων καὶ τῆς λοιπῆς Θεσσαλίας φεύγοντες τὴν τυραννίαν τοῦ δυνάστου ἐκείνου, κατέφευγον εἰς τὰ ἐπὶ τοῦ Πηλίου χωρία ὧν τὰ πλεῖστα ἐξαρτώμενα ἐκ τῆς βασιλομήτορος ἦσαν ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν ἁρπαγῶν καὶ βιαιοπραγιῶν τοῦ τυράννου (17). Εδωρήθησαν δὲ τὰ χωρία εἰς τὴν βασιλομήτορα παρὰ τοῦ Σουλτάν Μεχμέτ τοῦ Δ ́ ὅτε οὗτος κατῆλθεν εἰς Λάρισσαν τῷ 1668 καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν ἐν Πορταριᾷ μονὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὅστις ἰδὼν τὰ πέριξ ηὐχαριστήθη τὰ μέγιστα καὶ ἐδώρησε τὰ πέριξ χωρία εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ Βαλιδέ Σουλτάναν ἅτινα ἔμεινον ἔκτοτε διαδοχικῶς εἰς τὰς Σουλτανίδας (18).

Ἡ περίφημος Βαλιδέ Σουλτάνα ἡ τοσαῦτα ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν κατωρθώσασα ἦτο Ελληνὶς τὴν καταγωγὴν καὶ κόρη ἱερέως τινὸς ἁρπαγεῖσα καὶ δωρηθεῖσα εἰς τὸν Σουλντάον διὰ τὴν μεγάλην της εὐμορφιάν.

Ἡ δὲ γυνὴ τοῦ Μεχμέτ Δ’ βασιλεύοντος τοῦ υἱοῦ αὐτῆς Σουλτάν Αχμέτ τοῦ Γ ́ ἀφιέρωσε το 3ον τμῆμα τὸ ὁποῖον ἐμπεριείχε τὰ χωρία Δράκεια, Αγιον Λαυρέντιον, “Αγιον Γεώργιον, Πινακάταις, Βυζίτσα, Μούρεσι, Κισσόν, Ανήλιον καὶ Μακρειαρράχη εἰς τὸ ἐν Γαλατᾷ Γενί τζαμί (19).

Διηροῦντο δὲ κατὰ τοὺς πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως χρόνους τὰ χωρία ταῦτα εἰς Βακούφια καὶ Χάσια καὶ Βακούφια μὲν ἦσαν ἡ Μακρυνίτσα, ἡ Δράκεια, ὁ ̔́Αγιος Λαυρέντιος, ὁ Αγιος Γεώργιος μετὰ τῶν Πινακωτῶν καὶ τῆς Βυζίτσης, Αργαλαστή μετὰ τῶν ἐξαρτημάτων της Μετοχίου, Πινακάτες, Συκῆς καὶ Μπίρ, ὁ Λαῦκος τὸ Προμύριον, ἡ Μούρεσι, ὁ Κισσός, το Ανήλιον καὶ ἡ Μακρειαρράχη. Η δὲ Πορταριά, ὁ Βόλος, τα Λεχώνια, αἱ Μηλέαι μετὰ τῆς Πρόπας και Λαμπνοῦς, τὸ Νεοχῶρι μετὰ τῆς Νιάου, ἡ Τσαγκαράδα, καὶ ἡ Ζαγορά μετὰ τοῦ Πορίου ἦσαν Χάσια. Καὶ τῶν Βακουφίων πρωτεύουσα ἦτο ἡ Μακρυνίτσα, ἔνθα ἤδρευεν ὁ ὑπὸ τοῦ Κεχαγιᾶ τῆς Βασιλομήτορος πεμπόμενος Βοεβόδας φέρων μεθ ̓ ἑαυτοῦ καί ἑτέρους τινάς τούρκους, οὓς ἔπεμπεν ὡς ὑποδιοικητὰς εἰς τὰ λοιπὰ βακούφια, καὶ τὰ μὲν ἄφορῶντα τό σύνολον τῶν βακουφίων διείποντο ὑπὸ τῶν προεστώτων τῆς Μακρυνίτσης, τὰ δὲ ἰδιαίτερα ἑκάστου χωρίου διηύθυνον οἱ δημογέροντες αὐτοῦ.

Οι φόροι των βακουφίων ἦσαν ἐλάχιστοι (20) τὸ χαράτσι δὲ ποὺ ἐπλήρωνεν ὁ ̔́Αγιος Λαυρέντιος ἦτο 75 γρόσια τὸ ἔτος(21). Οὐδενὶ τούρκῳ τῶν περιοίκων ἐπετρέπετο ἡ εἴσοδος εἰς αὐτά, καὶ ἐν γένει πᾶσα ἡ διοίκησις ἦτο εἰς χεῖρας τῶν δημογερόντων, κατὰ τύπους δὲ παρήδρευεν ὁ τοῦρκος Βοεβόδας. Μικρότερα δὲ ἦσαν τὰ προνόμια τῶν Χασίων· οἱ φόροι αὐτῶν ἦσαν μεγαλείτεροι, διοικούμενα δὲ ὑπὸ Τούρκων, πεμπομένων ὑπὸ τοῦ Πασά της Λαρίσσης ἦσαν μᾶλλον ἐκτεθειμένα εἰς τὰς κακώσεις τῶν περιοίκων ὀθωμανῶν, ἀλλ ̓ ἡ κοινοτικὴ αὐτῶν διοίκησις ἦτο εἰς χεῖρας τῶν ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐκλεγομένων δημογερόντων, ὧν ἡ συμπεριφορά, ἐντισι τῶν χωρίων, ὡς ἐν τῇ Ζαγορᾷ ἦτο πατριωτικωτάτη.

Ὑπὸ τοιαύτην λοιπὸν διοίκησιν διατελοῦντα τὰ χωρία τοῦ Πηλίου προήχθησαν κατὰ τοὺς πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως χρόνους κατὰ τὸν πληθυσμὸν καὶ τὴν πνευματικὴν ἀνάπτυξιν καὶ τὴν ὑλικὴν εὐημερίαν, ἀποκαταστάντα τὸ ἀντικείμενον τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τῶν ἐπαίνων πολλῶν περιηγητών.

Ο Ανθιμος Γαζῆς, ὅστις κατήγετο ἐξ ἑνὸς τῶν χωρίων τούτων τὸ καλούμενον Μηλιὲς καὶ ἐξέδωκε τῷ 1807 ἐν Ενετίᾳ τὸ δεύτερον τὴν Γεωγραφίαν τοῦ Μελετίου, περιγράφει ἐν μακρᾷ αὐτοῦ σημειώσει ἅπαντα τὰ χωρία ἐκεῖνα. ὧν πολλὰ δικαιότερον εἶναι νὰ ὀνομασθῶσι κωμοπόλεις, καὶ ἔπειτα ἐπιφέρει τὰ ἑξῆς:
     «Αι κωμοπόλεις ζῶσιν ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν. Ὁ τόπος εἶναι κατὰ πολλὰ καρποφόρος καὶ κατάφυτος ἀπὸ κάρπιμα δένδρα. Οἱ ἐγκάτοικοι αὐτῶν εἶναι εἰς τὸ ἄκρον φίλεργοι, φιλομαθεῖς καὶ φιλοπάτριδες. Περιποιοῦνται τὰς τέχνας καὶ τὰς μαθήσεις. Ολαι αἱ κωμοπόλεις ἔχουσι σχολεῖα Ἑλληνικά, ὅπου καὶ μικραί τινες βιβλιοθῆκαι εὑρίσκονται».
     «Διοικοῦνται κατὰ μὲν τὰ πνευματικὰ ἀπὸ τὸν ἴδιον αὐτῶν Μητροπολίτην, τὸν Δημητριάδος καὶ Ζαγορᾶς ἐπονομαζόμενον, κατὰ δὲ τὰ πολιτικὰ διοικοῦνται δημοκρατικῶς μὲ πατριωτισμόν, ἐξηρτημένοι ἀμέσως ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐκλέγοντες κατ ̓ ἔτος γέροντας, οἵτινες ἔχουσιν ὅλην τὴν φροντίδα τῆς Πατρίδος των».
     Αλλ’ οὐδὲν ἧττον ὁ ̓Αγγλος περιηγητής Ουρκουαρτ, ὁ ὑποδεικνύων το τελευταῖον τοῦτο γενονός, παρατηρεῖ ὅτι ὁ Δόδουελλ θεωρεῖ τὰ χωρία ταῦτα ὡς τὰ πλουσιώτερα και ἀκμαιότερα ὅλων τῶν ἐπὶ τουρκοκρατίας κοινοτήτων.

Μετὰ ποιητικωτάτην δὲ τῆς φύσεως αὐτῶν περιγραφήν, αὐτὸς ὁ Οὔρκουαρτς ἐπιλέγει τάδε· «Το Πήλιον κοσμείται ὑπὸ 24 μεγάλων χωρίων, ὧν τινα δικαιοῦνται μᾶλλον νὰ ὀνομασθῶσι πόλεις κατοικούμενα δὲ ὑπὸ Ἑλλήνων ῥωμαλέων, ἀθλητικῶν, γενναίων καὶ πολυαρίθμων, οὐδὲν ἔχουσι νὰ φοβηθῶσιν ἀπὸ τοὺς γείτονας αὐτῶν τούρκους». Καὶ ὅμως ἐλεηλατήθησαν ἐπὶ ἐπαναστάσεως. Αλλ’ ὁ Οὔρκουαρτ ὁμολογεῖ ὅτι πρὸ τούτου διεξῆγον αξιόλογον ἐμπορίαν μετάξης καὶ μαλλίνων σκεπασμάτων δι’ ων ἐπρομήθευον ἅπασαν τὴν ̓Ανατολήν. Ὅτι καθ ̓ ὅν χρόνον κατεστράφησαν ὑπὸ τῶν τούρκων, εἶχον πρὸς τοῖς ἄλλοις καθηγητὴν τῆς Χημείας και Πειραματικῆς φυσικῆς, καὶ ὅτι μεταξὺ τῶν λαφύρων ὅσα ἀπήγαγον οἱ πολέμιοι ὑπῆρχον και σκεύη χρήσιμα εἰς πειράματα γαλβανισμοῦ καὶ ἠλεκτρικαὶ μηχαναί. Εν γένει δὲ συμπεραίνει ὅτι ὁ πλοῦτος αὐτῶν καὶ ἡ εὐημερία ἦσαν ἀξιοθαύμαστοι. (22)