Μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία στο Πήλιο, δεν είταν δυνατό να απουσιάσει και η κοσμική ζωγραφική. Δεν υπάρχουν ωστόσο επαρκή στοιχεία για να εκτιμήσει κανείς το φαινόμενο, αφού όλα σχεδόν τα ζωγραφισμένα αρχοντικά έχουν ισοπεδωθεί. «Γύρω στά 500 τετραγωνικά μέτρα τοιχογραφιῶν καταστράφηκαν μόνον σέ σπίτια τῆς Δράκειας», υπολογίζει ο Κίτσος Μακρής (1). Πρέπει πάντως να πιστέψουμε πως η εξάπλωση αυτής της ζωγραφικής στο Πήλιο είναι ανάλογη με την οικονομική ευμάρεια των χωριών. Καμιά παράδοση λογουχάρη δεν έχουμε για την ύπαρξη τοιχογραφιών σε σπίτια του βόρειου και του νότιου Πηλίου, εκτός από το Τρίκερι. Η κοσμική ζωγραφική στο Πήλιο αρχίζει από το 1750 κι ύστερα, απ’ τον καιρό της ανέγερσης των πρώτων αρχοντικών (2). Το πιο παλιό γνωστό δείγμα της βρισκόταν στο αρχονταρίκι του μοναστηριού «Άγιος Λαυρέντιος» στο ομώνυμο χωριό και εικόνιζε πομπή πατριάρχη και ακολούθων του, που πήγαιναν στο παλάτι του σουλτάνου για να πάρουν την έγκρισή του. Το έργο στηρίχτηκε σε έμμετρη αφήγηση του ζαγοριανού Πατριάρχη Καλλίνικου (3).
Την ίδια εποχή διακοσμείται και το σπίτι του Τριανταφύλλου στη Δράκια, (τέλη του 18ου αιώνα) που χρησιμοποιούνταν και ως δικαστήριο και που σώζεται, με σημαντικές φθορές, έως σήμερα. Κυρίως ζωγραφίζεται ο τελευταίος όροφος με καβαλάρηδες, άρχοντες και αρχόντισσες, δέντρα, καράβια, μουσικά όργανα και μια παράσταση της Κωνσταντινούπολης, ένα θέμα γνωστό στη λαϊκή ζωγραφική. Εδώ όμως η Πόλη είναι διαφορετική, όπως γράφει ο Κίτσος Μακρής (όπ.π., σελ.170-171): «Τό δάσος τῶν μιναρέδων πού ὑψώνονται κάθετοι στον οὐρανό, οἱ καταπράσινοι λόφοι, οἱ ἐξαίσιοι χρωματισμοί τών σπιτιῶν – προπαντός στό τμῆμα πάνω ἀπό τήν πόρτα – τά δέντρα μέ τό διαφορετικό πράσινο γιά κάθε εἶδος, ἡ θαυμαστή ἀραγμένη ἀρμάδα μέ τούς πράσινους καί ὠχρούς καί χοντροκόκκινους τόνους της, λογῆς πλεούμενα στή γκριζογάλαζη θάλασσα, ἐπαύλεις μέσα σέ κατάφυτους κήπους, γεφύρια, κάστρα καί μπούρτζια, παραθαλάσσια κιόσκια, φάροι κ.ἄ., χιλιάδες ψιλοδουλεμένες λεπτομέρειες ὑποτάσσονται σ’ ἐπιβλητικό ρυθμό. Ἡ Κωνσταντινούπολη τής Δράκιας εἴναι τό ἀρτιότερο ἔργο ἀπό ὅλα ὅσα ἔχουν θέμα τήν περήφανη πρωτεύουσα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ ἄγνωστος ζωγράφος δέν καταφεύγει στην περιληπτική ἔκφραση γιά νά διατηρήσει τήν πυκνότητα καί τή συνοχή τοῦ ἔργου, πού ἁπλώνεται σέ μάκρος δεκάξι περίπου μέτρων. Εἴναι ἀναλυτικός χωρίς νά γίνεται φλύαρος. Ἀντίθετα, αὐτές οἱ πυκνές λεπτομέρειες προσθέτουν γοητεία στό σύνολο πού κυματίζει μεγαλόπρεπα.
Ἡ ἀναπαράσταση τῆς Πόλης, ἀριστούργημα λαϊκῆς ζωγραφικῆς ἀπό μόνη της, παίρνει ἰδιαίτερη ἀξία ὅταν ἐνταχθεῖ στό διακοσμητικό σύνολο τοῦ δωματίου, ὅπως μπορούμε νά τό φαντασθοῦμε μέ βάση τά στοιχεῖα πού ἀπόμειναν. Ὁ ζωγράφος Ἀγήνωρ Ἀστεριάδης, πού ἐπιχείρησε πειστικά τήν αναπαράσταση αὐτή γιά μιά γωνιά τοῦ δωματίου, μᾶς ἔδειξε τό μεγαλεῖο ἑνός συνθετικοῦ ἐπιτεύγματος τῆς λαϊκῆς μας τέχνης».
Άλλα γνωστά δείγματα της κοσμικής ζωγραφικής στο Πήλιο υπήρχαν στη Ζαγορά, όπως στο «Έλληνομουσείο» (1777) (4), στον πύργο ανώνυμου πλουσίου της κεντρικής συνοικίας, που τα ερείπια του σώζονταν έως το 1900 (5), στον πύργο επίσης της ίδιας συνοικίας, που καταστράφηκε στο 1860. Ο πύργος αυτός, σύμφωνα με την παράδοση «εἶχε σ’ ὅλες τις κάμαρές του ζωγραφιές καί παραστάσεις ἀπό νεράϊδες καί χορούς, ἐνῶ τά παράθυρά του ἦταν στολισμένα μέ κάθε λογῆς λουλούδια και πουλιά» (6). Δείγμα επίσης ζωγραφισμένου σπιτιού απ’ τις αρχές του 19ου αιώνα, υπήρχε και στις Μηλιές. Οι τεχνίτες εδώ ήρθαν απ’ τη Βιέννη (7). Πολλές φορές οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν ευρωπαϊκά πρότυπα.
Στα 1823 ο μαστρο – Γιώργης Δρακιώτης ζωγραφίζει, μέσα στο σάλαγο των επαναστατικών γεγονότων της περιοχής, το σπίτι του Ντίκα στην Πορταριά, που δεν υπάρχει σήμερα. Εικονίζει δέντρα, ανθοδοχεία, λιοντάρια και πολλά διακοσμητικά μπαρόκ. Ο ίδιος θα ζωγραφίσει το 1831 κι ένα γειτονικό σπίτι (8).
Άλλος ζωγράφος, ο Τζιαμτζής από τη Δράκια, φιλοτεχνεί ένα μέρος της πρόσοψης κεντρικού σπιτιού της Δράκιας, το 1870. «Παραθέτει στή σειρά – γράφει ο Κίτσος Μακρής (9) – χαριτωμένες μορφές, γεμάτες κίνηση, δροσιά καί ἀφέλεια: Φουστανελά, κατσίκι πού ἀναπηδᾶ, τρία δέντρα, λιοντάρι, κυπαρίσσι, ἐπιγραφή, ἕνα δράκοντα, πουλί μέ κλαδί στό στόμα, λιοντάρι δεμένο μέ ἁλυσίδα σέ δέντρο, δύο πουλιά, τρικάταρτο καράβι μέ ἀνοιχτά πανιά, βάρκα κ.ἂ».
Στο ίδιο χωριό – σπίτι Τζιαμτζή – υπήρχαν κι άλλες ζωγραφιές από τα μέσα του 19ου αιώνα. «Ἀνθοδοχεῖα καί μπαρόκ διακοσμητικά, ἀνάλογα μέ παρόμοια ἔργα σέ ἀρχοντικά τῶν Ἀμπελακίων καί τῆς Μακεδονίας» (10).
Γύρω στα 1870 γίνονται και οι ζωγραφικές παραστάσεις στο σπίτι του Φακίτσα στο Τρίκερι. «Στό κέντρο τοῦ ταβανιοῦ – γράφει ο Κίτσος Μακρής (όπ.π.,σελ. 182) – ὑπάρχει ἕνα μεγάλο τετράγωνο, πίσω ἀπό τό ὁποιο φαίνονται οἱ γωνιές ἑνός ἄλλου ζωγραφισμένου διαγώνια. Τό τετράγωνο χωρίζεται σέ τέσσερεις ζῶνες πού περιβάλλουν τό μικρό κεντρικό κόσμημα, σύμπλεγμα λουλουδιών. Κάθε ζώνη κοσμεῖται μέ μπαρόκ φυτικά διακοσμητικά. Στην ὑπόλοιπη ἐπιφάνεια τοῦ ταβανιοῦ, ἐλεύθερα ζωγραφισμένα λουλούδια, μαργαρίτες καί γαρίφαλα. Στή φρίζα τοῦ τοίχου σειρά ἀπό συνθέσεις μέ ἀνθοδοχεῖα, ἀνθοδέσμες καί φροῦτα. Τά ἔργα αὐτά ἔχουν κάποια χάρη καί μερικές χρωματικές ἀρετές, ἰδίως στά γαρίφαλα καί τά φροῦτα, ἀλλά εἶναι πολύ κατώτερα ἀπό τά παλιότερα ἔργα μέ τά ἴδια θέματα, καί προπαντός ἀπό τις ἔξοχες ποδιές τέμπλων, ἀληθινά ἀριστουργήματα λαϊκῆς ἀνθογραφίας».
Είναι περίεργο πως το νεοκλασικό πνεύμα δεν επηρέασε τους λαϊκούς ζωγράφους έως τα 1881 που ελευθερώθηκε το Πήλιο. Το πνεύμα τούτο θα το επισημάνουμε ύστερ’ απ’ την απελευθέρωση.
Χάρμα ομορφιάς είταν κι ο πύργος του Σαρηγιάννη στον Άνω Βόλο, που κάηκε στα 1924. «Ἀπό μιά φωτογραφία τοῦ Κώστα Ζημέρη – γράφει ο Κίτσος Μακρής (11) – φαίνεται ὁ πλοῦτος τῆς διακόσμησης μέ σχηματοποιημένα ζῶα, πουλιά, λουλούδια».
> Φωτογραφία 1: Θέμα κοσμικής ζωγραφικής (Παγώνης) στον «Αϊ-Δημήτρη» Νεωχωρίου
Η λαϊκή ζωγραφική του Πηλίου κατά το 19ο αιώνα, εκκλησιαστική και κοσμική, έχει συνδεθεί με τον πατέρα Παγώνη και το γιο του Αθανάσιο. Οι δυο ζωγράφοι έχουν μελετηθεί ιδιαίτερα από τον Κίτσο Μάκρη κι έχουν παρουσιαστεί πληρέστερα στο βιβλίο του «Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου» (όπ. π., σελ. 209 – 221), απ’ όπου και αντλώ τα στοιχεία (12).
Ο πατέρας Παγώνης έρχεται στο Πήλιο απ’ τους Χιονάδες της Ηπείρου στα 1800 κι αρχίζει να ζωγραφίζει εκκλησιές: Τον «Αϊ – Δημήτρη» Νεοχωρίου (1801), την «Αγία Μαρίνα» Κισσού (1802), την «Αγία Τριάδα» Ανήλιου (1804), τον «Αϊ – Γιώργη» Δράκιας (1815), την «Αγία Τριάδα» Μακρινίτσας (1836). Από το 1810 διακοσμεί και σπίτια (Μπαλντούμη στη Δράκια, παράσπιτο Τριανταφύλλου επίσης στη Δράκια (1832). Παντρεύεται στη Δράκια και μένει μόνιμα εκεί. Την τέχνη του πατέρα ακολουθεί ο γιος. Αυτός ζωγραφίζει και φορητές εικόνες («Μέγας Αρχιερεύς» στον «Αϊ – Γιάννη» Βιζίτσας (1820), «Πρόδρομος» στον «Αγιο Αθανάσιο» Μηλεών (1860), «Παναγιά» (1860), (από τη συλλογή Κίτσου Μάκρη).
Στην «Αγία – Μαρίνα» Κισσού παρουσιάζει τα Μετέωρα, το όρος Σινά, το Μέγα Σπήλαιο, το Άγιον Όρος. Ανάμεσα στα συγκεκριμένα θέματά του προσθέτει διακοσμητικά μοτίβα. Ζωγραφίζει και τοπία. Εργάζεται με βάση πρότυπα που έχει μαζί του. Ο ίδιος τοιχογραφεί και το παράσπιτο του Τριανταφύλλου στη Δράκια το 1832. «Ἡ Χαλκίδα μέτά κάστρα καί τό γεφύρι της – γράφει ο Κίτσος Μακρής (όπ.π., σελ. 218) – τό «Ταλάνη», τό Δουκό, τό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τό Ζητούνι μέ τό βαρόσι του, γεφύρια καί πηγάδια, λόφοι καί ρεματιές, θάλασσα καί οὐρανός, δέντρα καί βράχοι, ἕνας κόσμος γεμάτος ποίηση. Ὁ οὐρανός, πού σκεπάζει ὅλο τό ἐπάνω μέρος τῆς ζωγραφιᾶς σά μιά λωρίδα μέ κυμαινόμενο φάρδος, ἕχει γκριζογάλαζο χρῶμα. Τό ἴδιο καί ἡ θάλασσα, μόνο πού τό δικό της πλησιάζει περισσότερο στό γκρίζο». Του αρέσει να παρουσιάζει τοπία με σπίτια, με δέντρα, με ζώα, με ανθρώπους. Στον «Άγιο Δημήτριο» Νεοχωρίου προσωποποιεί τις τέσσερις εποχές του χρόνου με τα σύμβολά τους. Στον «Άγιο Γεώργιο» του Κισσού, στην ποδιά του τέμπλου, ζωγραφίζει τραπεζάκια με φρούτα απάνω, ένα καρπούζι και άλλους καρπούς κλπ.». «Ἀληθινά μικρά ἀριστουργήματα λαϊκῆς ἀνθογραφίας – γράφει ο Κίτσος Μακρής – εἶναι οἱ ποδιές τῶν τέμπλων, τίς ὁποῖες ζωγράφιζε».
Αξιοπρόσεχτες και οι συνθέσεις του στο γυναικωνίτη της «Αγίας Μαρίνας» Κισσού (1802) που αναφέρω και παραπάνω: «ΕΔΩ Ο ΔΙΑΒΟΛΟC CΤΟΛΙΖΕΙ ΕΚΕΙΝΟΥC ΟΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΝ τήν διαβολική μεταμόρφωσιν», «Η ΠΩΝΙΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΙCΕΙC ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΝ» κλπ. Παράλληλα ζωγραφίζει στους τοίχους και εικόνες αγίων, που «ξεφεύγουν ἀπό τήν ἀκινησία καί τήν ἀπομόνωσή τους, ἀρχίζουν να δροῦν (κι) ἐντάσσονται μέσα σέ συγκεκριμένο χῶρο, μέ σπίτια, δέντρα, βράχους» (Κίτσος Μακρής).
> Φωτογραφία 2: «Η πωνηρά εξομολόγησεις τον χριστιανόν» (λαϊκή ζωγραφική του Παγώνη στο γυναικωνίτη της «Αγίας Μαρίνας» Κισσού) (φωτογρ. Γιάννη Μουγογιάννη)
«Τό πλούσιο ἔργο τοῦ Παγώνη (πατέρα) – παρατηρεί ο Κίτσος Μακρής – φανερώνει ἕνα ζωγράφο πληθωρικό μά ἄνισο (…) Ὁρμητικός σέ μερικά ἔργα καί μακάριος σέ ἄλλα, λυρικός τραγουδιστής ἀλλά καί βαριεστημένος ἀφηγητής, ἐπιμελής ἐκτελεστής καί λίγο πιό πέρα βιαστικός καί τσαπατσούλης (…) Ὡστόσο μια προσεκτική μελέτη τοῦ ἔργου φανερώνει βαθύτατη συνέπεια κάτω ἀπό τήν ἐπιφανειακή ἀσυνέπεια (…) Ὁ Παγώνης, γνήσιο τέκνο τής ἐποχῆς του, εἶναι ἀντιμεταφυσικός, ἀγαπάει καί τραγουδάει τήν ὀμορφιά τούτης τῆς ζωῆς (…)».
Ο γιος του, Αθανάσιος Παγώνης, παρουσιάζει λιγοστές τοιχογραφίες «μέτριες καί χωρίς ἐπιμελημένη προετοιμασία τοῦ σοβᾶ» (Κίτσος Μακρής). Παρουσιάζει επίσης και αγιογραφίες (παρεκκλήσι Αγίας Μαρίνας Κισσού, ναό της Αγίας Παρασκευήςτου ίδιου χωριού (1876) μέτριες κι αυτές. Ωστόσο «ὑπάρχουν καί μερικά ἔργα μέ χρωματικές ἀρετές» (Κίτσος Μακρής), όπως μια προσωπογραφία του Ρήγα Φεραίου και μια του Δημη- τρίου Υψηλάντη στο σπίτι του Τριανταφύλλου στη Δράκια κλπ. Και τα δυο αυτά έργα «ἀνήκουν στις πιό λαμπρές ἐπιτεύξεις λαϊκῆς προσωπογραφίας» (Κίτσος Μακρής). Το τελευταίο γνωστό του έργο έγινε στα 1878.
Κατά την εποχή αυτή παρουσιάζεται κι ο Ζαγοριανός ζωγράφος Γιάννης Ραφανίδης (1858-1888), που ζωγραφίζει στη γενέτειρά του μικρές φορητές εικόνες και αγιογραφίες. Αργότερα μεταβαίνει στην Αθήνα και παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής και παράλληλα αναλαμβάνει την αγιογράφιση εκκλησιών. Αυτός λένε πως ζωγράφισε τον παντοκράτορα στο ναό της Αγίας Ειρήνης. Σύντομα όμως (1883) αφήνει την Αθήνα και πηγαίνει στο Μόναχο.
Γράφεται στη σχολή όπου διδάσκει ο Γύζης, που ενθουσιάζεται από τον Πηλιορίτη μαθητή του και τον βραβεύει (13).
Άφησα τελευταίον έναν απ’ τους μεγάλους ζωγράφους, τον Ευστάθιο Αλτίνι (1772-1815) που γεννήθηκε στη Ζαγορά και έδρασε στη Ρουμανία. Τον αποκάλυψε στα 1980 ο Φώτης Νικ. Βογιατζής ερευνώντας ρουμανικές πηγές14. Σύμφωνα μ’ αυτές λοιπόν, ξενιτεύεται και κατασταλάζει στη Ρουμανία, για να αρχίσει το 1802 την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στο Ιάσιο. Εικονογραφεί εκκλησίες και εκτελεί προσωπογραφίες από προσωπικότητες της περιοχής. Δύο περίφημοι πίνακές του πλουτίζουν την πινακοθήκη του Βουκουρεστίου. Φαίνεται πως είναι και μορφωμένος, γιατί από τα 1812 διευθύνει στη Μολδαβία μια τάξη ζωγραφικής. «Ὁ Ἀλτίνι – γράφει ο Φώτης Βογιατζής, (όπ.π.) – εἰσάγει στή Ρουμανική τέχνη τή φινέτσα τῆς βιεννέζικης σχολῆς – χρώματα ἐξαϋλωμένα, εὐαίσθητοι χρωματικοί τόνοι, εὐγένεια καί χάρη (…) Μέ τόν Ἀλτίνι τό Ζαγοριανό ζωγράφο, ἀρχίζει βασικά ἡ σύγχρονη τέχνη τῆς Ρουμανίας – χώρας μέ παράδοση καί πλουσιότατη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή. Ἀρχίζει ὅμως μέ τόν ἴδιο ζωγράφο καί μάλιστα πρώϊμα καί ἡ πλούσια ἱστορία τῆς σύγχρονης θεσσαλικῆς κοσμικῆς ζωγραφικῆς».
Ο Αλτίνι παραμένει άγνωστος στην Ελλάδα (και στο χωριό του βέβαια) αλλά πασίγνωστος στην Ευρώπη καί είναι ζωγράφος «διεθνοῦς προβολῆς», όπως τον χαραχτηρίζει ο Φώτης Βογιατζής (όπ.π.).
1. Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου, όπ.π., σελ. 163.
2. Κίτσου Μακρή, Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου, όπ.π., σελ. 163.
3. Βλ. α) Κίτσου Μακρή, Λαϊκές ζωγραφιές στο αρχονταρίκι τον Μοναστηριού του Αη – Λαυρέντη στο Πήλιο, Βόλος 1947, β) Του ίδιου, Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου, όπ.π., σελ. 166.
4. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 588, υπ. 1. Σχετικά ο Α. Νικαρούσης αναφέρει, πως η αίθουσα της βιβλιοθήκης «ήτο έοωτερικώς έζωγραφισμένη, όμοιάζουσα πρός ναόν» (Ο Ρήγας, η Σχολή και η Βιβλιοθήκη της Ζαγοράς, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. Α ‘, τεύχ. Γ’, 1.2.1929, σελ. 76).
5. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 621. Ο ίδιος γράφει πως για να στολιστεί ο πύργος, ήρθαν τεχνίτες απ’ την Ευρώπη.
6. Γιάνη Κορδάτου, Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, όπ.π., σελ. 621 – 622.
7. Γιάνη Κορδάτου, όπ.π., σελ. 621 – 622., υπ. 2.
8. Βλ. Κίτσου Μακρή, Δυο λαϊκοί Ζωγράφοι, Βόλος 1952, σελ. 23.
9. Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου, όπ.π., σελ. 182.
10. Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου, όπ.π., σελ. 182.
11. Η Λαϊκή Τέχνη του Πηλίου, όπ.π., σελ. 182.
12. Η αναγκαιότητα της ζωγραφικής στο Πήλιο δηλώνεται κι από έναν κώδικα που γράφτηκε στη Ζαγορά το 1855 από άγνωστο Ζαγοριανό (;), για να κωδικοποιηθούν οδηγίες και αντιλήψεις γύρω απ’ τη ζωγραφική τέχνη (βλ. σχετικά Κίτσου Μακρή, Βήματα, όπ.π., σελ. 289 – 296). Εκείνη την εποχή η Ζαγορά είχε κι έναν ντόπιο ζωγράφο, το Γεώργιο Χρυσούδη, σπουδαγμένο στην Αθήνα με τη φροντίδα του συγχωριανού πανεπιστημιακού καθηγητή Φιλίππου Ιωάννου. Η τέχνη του είταν ακαδημαϊκή· σχέδιο και χρώμα εναρμονισμένα. Ζωγράφιζε πορτρέτα και εικόνες. Πίνακές του σώζονται στη Ζαγορά και εικόνες του στους ναούς του Αγίου Γεωργίου και της Σωτήρας (βλ. σχετικά α) Απόστολου Γ. Κωνσταντινίδου, Γ. Ν. Χρυσούδης – Αντώνιος Ρεπανίδης: Δύο λησμονημένοι Ζαγοριανοί καλλιτέχναι, εφημ. «Η Θεσσαλία», 8 Δεκεμβρίου 1963, β) Φώτη Νικ. Βογιατζή, Η Θεσσαλική Ζωγραφική, όπ.π., σελ. 55, 207, 317).
13. Φώτη Νικ. Βογιατζή, Η Θεσσαλική Ζωγραφική, όπ.π., σελ. 164 – 170. Βλ. και Κίτσου Μακρή, Βήματα, όπ.π., σελ. 296.
14. Η Θεσσαλική Ζωγραφική, όπ.π., σελ. 162 – 163.
Γιώργος Θωμάς
Συγγραφέας και Δάσκαλος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών
(1930 – 2019)
Γιώργος Θωμάς Συγγραφέας και Δάσκαλος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών
(1930 - 2019)