You are currently viewing Μαρτύριο Αγίου Αποστόλου του Νέου

Μαρτύριο Αγίου Αποστόλου του Νέου

Ελεύθερη Απόδοση στα Νέα Ελληνικά:

Σήμερα χαίρεται ο χορός των Αποστόλων και πανηγυρίζει λαμπρότατα, υποδεχόμενος τον συνονόματο τους Απόστολο· ευφραίνονται και τα τάγματα των Μαρτύρων, γιατί προσμετρούν στις χορείες τους αυτόν τον νεοφανή μάρτυρα, ο οποίος, σαν άλλος αυγερινός στο νοητό στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού, ανέτειλε στους σκοτεινούς εκείνους χρόνους του 1685, επί βασιλείας του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄. Σε εποχή όπου σχεδόν όλοι οι αλλόφυλοι και αλλόθρησκοι άρχοντές μας – είτε από τον μόνιμο στρατό της μεγάλης αυτής ισλαμικής αυτοκρατορίας είτε από τη διοίκηση του κολοσσιαίου αυτού κράτους – είχαν παραγνωρίσει την αποστολή τους σε τέτοιο βαθμό αυθαιρεσίας και φανατισμού, ώστε είναι αδύνατο να περιγραφεί εν συντομία το έγκλημά τους, όσο κι αν άλλοι το διηγήθηκαν.

Σε τέτοιους, λοιπόν, χρόνους σκότους και μισοχριστίας γεννήθηκε ο μεγαλομάρτυρας Απόστολος. Όχι μόνον δεν σκοτίστηκε, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο («καὶ ἡ σκοτία αὐτὸν οὐ κατέλαβε»), αλλά και σαν αδάμας (Δηλ. όπως το διαμάντι) έλαμψε με τη μαρτυρική ομολογία του αληθινού φωτός, του Χριστού· κι ας βασανίστηκε σκληρότατα από τους θηριώδεις τυράννους της εποχής, για ν’ αρνηθεί τον Ήλιο της δικαιοσύνης και να φορέσει τον ατιμωτικό χιτώνα της πλάνης. Στο τέλος, δοκιμασμένος σαν χρυσάφι στο χωνευτήρι, πέρασε στον ουράνιο κύκλο· εκεί λάμπει και ακτινοβολεί ως θερμός λάτρης της αθάνατης βασιλείας, στολισμένος με τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου, που κέρδισε με το αθώο του αίμα, ποθώντας τη δόξα της ουράνιας σκηνής και κάθετι που θα μπορούσε να εξευτελίσει το χριστιανικό γένος.

Ο μάρτυρας αυτός, λοιπόν, που καλείται επωνύμως Απόστολος, είχε πατρίδα τον Άγιο Λαυρέντιο, κωμόπολη στη νοτιοανατολική πλευρά του Πηλίου, στην επαρχία Δημητριάδος. Οι γονείς του δεν ήταν τόσο επιφανείς όσο αυτάρκεις και ευσεβείς· πλούτιζαν μόνο με θεάρεστο τρόπο ζωής, δουλεύοντας με τα ίδια τους τα χέρια και τρώγοντας τον άρτο που έβγαζαν με τον ιδρώτα του προσώπου τους. Ο πατέρας λεγόταν Κώστας Σταματίου – γι’ αυτό και η σύγχυση στα Μαρτυρολόγια, που αναφέρουν τον άγιο ως «Σταμάτιο» – και η μητέρα Μέλλω, η οποία γέννησε αυτή τη νοητή μέλισσα του Παραδείσου. Ορφανεμένος απ’ αυτούς, κι ενώ έκλεινε τα δεκαπέντε, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε υπάλληλος στους εκεί μικροπωλητές/μαγαζάτορες. Υπηρέτησε τέσσερα χρόνια· τότε, αφού περιφρόνησε τα γήινα και κυριεύτηκε από ουράνιο πόθο, υπέμεινε τον μαρτυρικό θάνατο, όπως θα φανεί παρακάτω.

Οι κάτοικοι των χωριών του Βόλου, και ιδιαίτερα του Αγίου Λαυρεντίου, βασανίζονταν σκληρά και φορολογούνταν βαριά από τον τότε διοικητή, τον Βοϊβόδα. Μη αντέχοντας την τυραννία του – που είχε γίνει αφόρητη λόγω των αυθαιρεσιών αλλά και της παράλογης αύξησης των φόρων – αποφάσισαν να καταφύγουν στους επιτρόπους της σουλτάνας μητέρας (Βαλιδέ), η οποία είχε την εποπτεία των περισσότερων από τα χωριά τους, ελπίζοντας σε κάποια θεραπεία του κακού ή, έστω, σε μετριασμό της βαρβαρότητας του τυράννου. Μάταια· πάλευαν με αγρίμι. Ο Βοϊβόδας αγνόησε τα αυθεντικά γράμματα που στάλθηκαν από την Κωνσταντινούπολη και, μάλιστα, θύμωσε τόσο ώστε έπιασε τρεις από τους απεσταλμένους, τους έφερε δεμένους στην Πόλη και τους έριξε σε σκοτεινή και υγρή φυλακή, θεωρώντας τους άξιους εσχάτης τιμωρίας.

Μαθαίνοντας τα καθέκαστα, κάποιοι χωρικοί ανέβηκαν κι αυτοί στην Κωνσταντινούπολη, αποφασισμένοι όχι πλέον να προσφύγουν απλώς στους επιτρόπους, αλλά κατ’ ευθείαν στη βασιλομήτορα. Φτάνοντας, συναντούν τον άγιο και τον συμβουλεύονται τι να πράξουν. Ομόφωνα αποφασίζουν να υποβάλουν αναφορά στον Κιζλάραγα Γιουσούφ αγά, αρχιευνούχο του παλατιού, για την αδικία και ωμότητα του Βοϊβόδα, τη βαριά φορολογία και την άδικη φυλάκιση των τριών συμπατριωτών τους. Κανείς, όμως, δεν τολμά να παρουσιαστεί. Τότε ο άγιος, γενναίος και άριστος γνώστης της οθωμανικής, παίρνει την αναφορά και τη δίνει ο ίδιος στον ασεβή αξιωματούχο, όπως ο Δαβίδ στον Σαούλ, χωρίς να αλλάξει έκφραση. Αφού τη διάβασε τον ρώτησε από πού ήταν, ο άγιος απάντησε ότι ήταν ένας από εκείνους που ορίζονται από τη δόξα του Θεού. Αφού άκουσε αυτές τις λέξεις εκφρασμένες ελεύθερα από το στόμα του Αγίου εξαγριωμένος ο Κιζλάραγας – ο οποίος ήδη από πριν είχε κατηγορηθεί από τον Βοϊβόδα – χωρίς να κάνει κάτι άλλο διέταξε να παραδοθεί ο άγιος στον τύραννο επειδή ανήκε σε εκείνους και να τιμωρηθεί για την αυθάδη τόλμη του. Αφού έγινε αυτό, ο Βοϊβόδας του περνά σιδερένια δεσμά στα πόδια και του απαιτεί τέσσερα χρόνια χαράτσι, υπολογίζοντας από τότε που έφυγε από την πατρίδα. Ο άγιος απαντά ελεύθερα: «Ασήμι και χρυσάφι δεν έχω· μόνο ένα μικρό καμίνι βρίσκεται στο χωριό μου· πούλησέ το, αν θέλεις, και πάρε τα ζητούμενα». Αφού άκουσε ο βαθιά φιλοχρήματος Βοϊβόδας ότι αντί για τέσσερα χρόνια χαράτσι θα έπαιρνε την αξία του σπιτιού του αγίου στην πατρίδα του ικανοποιήθηκε και σκόπευε την επόμενη μέρα να αφήσει τον άγιο υποσχόμενος επίσης ότι θα αφήσει και τους τρεις φυλακισμένους συμπατριώτες του, αν λησμονήσουν τα παλιά και φύγουν ήσυχα στην πατρίδα τους.

Και αυτά θα έκανε ο Βοϊβόδας χωρίς αμφιβολία· φοβούμενος μήπως αυτοί που πρόσφατα είχαν φτάσει εκεί, τους οποίους αγνοούσε πού έμεναν στην Κωνσταντινούπολη και οι οποίοι, δρώντας εναντίον του μέσω του αγίου ήθελαν να απευθυνθούν στην βασιλομήτορα. Αλλά ενώ συνέβαιναν αυτά, ένας γέροντας από τους νεοαφιχθέντες, φθονώντας τη φήμη του αγίου, παρουσιάζεται στον Βοϊβόδα και τον μεταπείθει: «Οι σύντροφοί του φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω· κι αυτός θα κάνει το ίδιο. Είναι ο υποκινητής· αν τον ελευθερώσετε, θα σας καταγγείλει στη βασιλομήτορα». Αφού άκουσε αυτά ο αιμοχαρής Βοϊβόδας, που προηγουμένως εξαιτίας του φόβου είχε υποχωρήσει, όπως ειπώθηκε παραπάνω, να απελευθερώσει τον άγιο και τους τρεις συμπατριώτες του και να παραιτηθεί από την επιβάρυνση με επιπλέον φόρους, τόσο θάρρος πήρε, ώστε χωρίς καν να καθυστερήσει ούτε στιγμή, ή να σκεφτεί λίγο την αλήθεια όσων του ανακοινώθηκαν, διατάσσει τους υπηρέτες του να τρέξουν στην φυλακή και να βασανίσουν τον άγιο μέχρι θανάτου.

Και αυτά εξετελέσθηκαν χωρίς καμιά παράλειψη. Ο άγιος βασανιζόταν άγρια, ώσπου μια μέρα κατάφερε να βγάλει το ένα πόδι από τα δεσμά και να προσπαθήσει να φύγει. Αλλά ασφαλώς αυτό δεν ήταν μέσα στο σχέδιο του Θεού να στερηθεί ο σημερινός στεφανίτης του μαρτυρίου το μαρτυρικό στεφάνι. Έτσι λοιπόν, κατά τον αγώνα διαφυγής του, ο κρότος των σίδερων έγινε αντιληπτός από τους υπηρέτες και αμέσως υποπτευόμενοι τρέχουν και πιάνουν τον άγιο. Καθώς διαπληκτίζονταν, εμφανίστηκε ο Βοϊβόδας αφού είδε την ταραχή και τη σύγχυση των υπηρετών ρώτησε την αιτία· μαθαίνοντας την απόπειρα διαφυγής του αγίου, άρπαξε έναν πέλεκυ και τον χτύπησε αλύπητα. Αλλά ο γενναίος υποστηρικτής της αλήθειας, όχι μόνο περιφρόνησε παντελώς εκείνες τις σκληρότατες και αφόρητες πληγές , αλλά και πλήρως ενδυναμωμένος από τη θεία χάρη αντιστέκεται ενάντια στον τύραννο και μιμούμενος τον Χριστό τού λέγει: «Γιατί με δέρνεις και με τυραννείς; Δεν ξέρεις πως είμαι τιμιότερος από σένα και τους υπηρέτες σου;». Εκείνος απόρησε: «Μήπως είσαι κι εσύ Μωαμεθανός, όπως και εγώ και λες ότι είσαι καλύτερός μου;». «Όχι δεν εννοούσα αυτό» αποκρίθηκε με θάρρος ο άγιος· «Ναι, αυτό είπες» ανταποκρίθηκαν ομόφωνα οι υπηρέτες. «Δε θα γίνω, δε θα βλασφημήσω ποτέ!» πρόσθεσε ο άγιος. «Ψεύδεσαι» οι υπηρέτες επέμεναν, ψευδομαρτυρώντας πως δήθεν είχε ομολογήσει πίστη στον Ισλάμ. Ο Βοϊβόδας, θέλοντας να υπηρετήσει τον Μωαμεθανισμό και να προσθέσει έναν ακόμη προσήλυτο, φέρνει κουρέα για την περιτομή. Ο άγιος με θάρρος αντιστάθηκε: «Προτιμώ να μου κόψετε το κεφάλι για τον Χριστό, παρά να δεχθώ περιτομή για να ζήσω».

Γι’ αυτό λοιπόν, με δυνατή και τολμηρή φωνή φώναζε: «Εγώ είμαι χριστιανός· ποτέ δεν παραιτούμαι από την ἁγία πίστη μου». Οι υπηρέτες του βοϊβόδα τού αποκρίθηκαν: «Μα δεν είσαι εσύ που, πριν λίγο, την αρνήθηκες και ομολόγησες με τη θέλησή σου πως είσαι Οθωμανός;» Ο ἅγιος απάντησε: «Φλυαρείτε και ψεύδεστε κατάφωρα· μη γένοιτο να προφέρω τέτοια βλασφημία! Αν πριν λίγο θεώρησα τον εαυτό μου τιμιότερο από εσάς, αυτό οφείλεται στην άμωμη πίστη μου· σ’ αυτήν καυχώμαι· και προτιμώ να κοπώ σε λεπτότατα κομμάτια παρά να αρνηθώ την πίστη μου στον Χριστό.» Αφού άκουσαν αυτά οι άθεοι εκείνοι Χριστομάχοι – παραλείπω τις άλλες λογομαχίες που διεξήχθησαν μεταξύ του ἁγίου και των ανθρώπων εκείνων – άρπαξαν τον ἅγιο και, σαν μεγάλο εγκληματία, τον έκλεισαν στη φυλακή όπου συνήθιζαν να ρίχνουν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Τον φυλάκισαν αφού πρώτα τον «στεφάνωσαν» – όχι με στέφανο από αγκάθια, όπως οι Ιουδαίοι τον Χριστό, αλλά με αμέτρητες ύβρεις, χλευασμούς, μαστιγώσεις και βασανισμούς. Χωρίς να αργήσουν, τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν στον Σεϊχουλισλάμη· από εκεί στον Καζασκέρη, όπως τον Χριστό από τον Άννα στον Καϊάφα· κι έπειτα στους υπόλοιπους, που παντού κατέθεταν εναντίον του και τον συκοφαντούσαν, λέγοντας πως, ενώ είχε ομολογήσει τον εαυτό του Οθωμανό, τώρα δήθεν τον αρνιόταν – προς χλεύη και εμπαιγμό του προφήτη.

Όμως ο γενναίος αυτός μεγαλομάρτυρας, οπλισμένος με τα πνευματικά όπλα της πίστεως, όχι μόνο δεν ταράχθηκε καθόλου, αλλά στεκόταν απέναντι στα περιπνόα (αυστηρά, απειλητικά) πρόσωπα των κριτών με απαράμιλλη μεγαλοψυχία και αφοβία. Οι πλανεμένοι κι άδικοι εκείνοι κριτές, μιμητές του βοϊβόδα, επιθυμώντας – θα λέγαμε – να κερδίσουν έναν ακόμη «Ισλιάμη» (δηλ. έναν μουσουλμάνο), βλέποντας πρώτα τη νεαρή ηλικία του μάρτυρα, άρχισαν με υποσχέσεις και κολακείες· έταζαν αξιώματα, πλούτη, τιμές και τα παρόμοια, αλλά «ματαιώθηκαν στους διαλογισμούς τους», για να χρησιμοποιήσω τον λόγο του προφήτη. Ο άγιος, περιφρονώντας όλα αυτά μπροστά στη ἁγία θρησκεία του Χριστού, όχι μόνο δεν κάμφθηκε, αλλά και τους περιγελούσε και τους απαξίωνε. Παρ’ όλα αυτά, κι εκείνοι δεν απελπίστηκαν. Έτσι, με κολακίες τον οδήγησαν στο Βεζυρικό Μέγαρο (Paşa Kapusu) και τον παρουσίασαν ενώπιον του Βεζύρη.
Ο Βεζύρης, μόλις τον είδε, προσπάθησε πρώτα με λόγια να τον πείσει ν’ αρνηθεί τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό· όμως, βλέποντας το αμετάθετο της γνώμης του, σκέφτηκε κι αυτός – όπως και οι άλλοι – να καταφύγει στα δώρα. Για να εντυπωσιάσει όχι μόνο την ακοή, όπως έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά και τα μάτια του αγίου, διέταξε να φέρουν ένα άλογο στολισμένο βασιλικά και μεγάλη ποσότητα χρυσού και αργύρου, σε νομίσματα. Αφού τα έφεραν, είπε στον άγιο: «Νεαρέ, αν συγκατανεύσεις στα λόγια μου, δεν θα σου χαρίσω μόνο όσα βλέπεις· θα σε ανταμείψω ακόμη με αξιώματα και βασιλικές τιμές».

Ο Άγιος, χωρίς να δώσει την παραμικρή προσοχή ούτε στα λόγια, ούτε στα δώρα και τις υποσχέσεις του τυράννου, είπε:
«Μην καθυστερείτε και χάνετε άδικα τον χρόνο σας· ό,τι σκοπεύετε να κάνετε, κάντε το γρήγορα. Σας διαβεβαιώνω, ως τίμιος χριστιανός, ότι με οποιονδήποτε θάνατο θελήσετε να με θανατώσετε, για χάρη του Ιησού Χριστού μου, θα τον δεχθώ με την μεγαλύτερη προθυμία. Θέλετε να με κάψετε; Εγώ μαζεύω τα ξύλα και ετοιμάζω την πυρά. Θέλετε να με κρεμάσετε; Με τα ίδια μου τα χέρια περνώ τη θηλιά. Να με αποκεφαλίσετε; Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω όπως χρειάζεται. Τέλος, αποφασίστε τον πιο ατιμωτικό θάνατο που στοχάζεστε· εγώ γίνομαι ο πρώτος υπηρέτης και συνεργός σας. Μην συλλογίζεστε μάταια και άσκοπα, πασχίζοντας να τα βγάλετε πέρα με το αδύνατο· τελειώστε αυτό που σκέπτεστε».

Μόλις ο Άγιος τα είπε αυτά, πυκνό σύννεφο ντροπής σκέπασε όλους τους παρευρισκόμενους, ιδίως τον ίδιο τον Βεζύρη. Αδυνατώντας πια να ανεχθούν τον χλευασμό, αποφάσισαν τελικά να τον αποκεφαλίσουν, βλέποντας πως ήταν αδύνατον να τον μεταπείσουν. Την ίδια στιγμή – σαν άλλοι Πιλάτοι – τον μαστίγωσαν και τον έριξαν ξανά στη φυλακή.

Την επομένη, Δευτέρα 16 Αυγούστου του ίδιου έτους, λίγο πριν ξημερώσει, αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον είχαν βασανίσει φρικτά, ένας από τους ανώτερους αξιωματικούς, συνοδευόμενος από λίγους στρατιώτες και τον δήμιο, τον οδήγησε στον τόπο της καταδίκης. Οι αιμοβόροι δήμιοι τον πίεζαν στον δρόμο να τρέχει· ο Άγιος, όμως, με φωτεινό και χαρούμενο πρόσωπο βάδιζε λες κι επρόκειτο να πάει σε γάμο ή συμπόσιο. Στον δρόμο συνάντησε μερικούς χριστιανούς· τους χαιρέτησε ταπεινά και ζήτησε συγχώρηση. Εκείνοι, κατανοώντας πως οδηγείται στο μαρτύριο, τον ακολούθησαν από απόσταση, τρομαγμένοι, και έγιναν αυτόπτες του μαρτυρικού του τέλους. Μόλις έφτασε στον προκαθορισμένο τόπο – ακριβώς στη σημερινή θέση, έξω από την πύλη του Γενιτζαμίου που βλέπει προς τον Κεράτιο – γονάτισε πάνω στις πέτρες της πύλης και περίμενε τον δήμιο.

Οι γιοι του σκότους, μη αντέχοντας την καταισχύνη που υπέστησαν από τη νίκη του αγίου, άρχισαν πάλι να του προβάλλουν τις παλιές εκείνες ματαιότητες:
«Μη θελήσεις, νεαρέ, να θυσιάσεις πρόωρα τη ζωή σου· λυπήσου τη νιότη σου· σκέψου πόσα καλά θα στερηθείς, πόσα πλούτη, βασιλικές τιμές και σωματικές απολαύσεις θα χάσεις αν επιμείνεις σε αυτήν την άλογη ισχυρογνωμοσύνη». Αυτά και πολλά άλλα έλεγαν οι άφρονες, χωρίς όμως να τον ωφελήσουν καθόλου. Τελικά, βλέποντας το αδιάλλακτο της γενναίας ψυχής του κι έχοντας πλέον απελπιστεί, καθώς δεν είχαν τίποτε άλλο να αντιτάξουν, διέταξαν τον δήμιο να τον αποκεφαλίσει. Ο δήμιος, ίδιος κλάδος της σατανικής ρίζας και με την ίδια λύσσα κατά του χριστιανισμού, δεν υστέρησε σε θηριωδία από τους ομοίους του. Θέλοντας μάλιστα να αυξήσει τον πόνο και την οδύνη του αγίου, αφού για τρίτη φορά κατέφερε επίτηδες άστοχα το ξίφος στον τράχηλό του, τελικά τύλιξε στη φονική του χούφτα την κόμη της ιεράς του κεφαλής και, σαν σφάγιο, τον αποκεφάλισε άσπλαχνα ο άκαρδος. Έτσι, μόλις ολοκληρώθηκε το μαρτύριο, η αγία του ψυχή μεταφέρθηκε από φωτεινούς αγγέλους στους ουρανούς, για να απολαύσει από τον ανταποδότη Θεό τους καρπούς των μαρτυρικών αγώνων της· ο δήμιος, μαζί με τους άλλους, απομακρύνθηκαν λίγο πέρα από το ιερό λείψανο του μάρτυρα για να ανασάνουν. Δεν είχε περάσει ούτε λεπτό, και ένα αστέρι κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από το λείψανο, σχηματίζοντας τον πανάγιο σταυρό του Σωτήρα. Σε λίγο πλήθος ανθρώπων το περικύκλωσε. Οι σύντροφοι του δήμιου, βλέποντας το θέαμα και υποψιαζόμενοι ότι εκείνοι ήταν χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο, όρμησαν προς τα εκεί· όμως—ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλιά! – δεν είδαν τίποτε πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.

Ἔκθαμβοι λοιπόν για πολλή ώρα συζητούσαν μεταξύ τους για τα σημεία που φάνηκαν. Κι όταν ξημέρωνε και οι άνθρωποι, μόλις ξύπνησαν, άρχισαν να κυκλοφορούν στους δρόμους, αυτοί (οι φύλακες) φοβήθηκαν μήπως, βλέποντας τα φαινόμενα, οι χριστιανοί ζητήσουν το σώμα του Ἁγίου για να το τιμήσουν. Έτσι το πήραν και το πέταξαν μέσα στον Κεράτιο, στη θάλασσα, για να βυθιστεί· όμως, αντί να βυθιστεί, σαν φτερωτό πουλί που επέπλεε πάνω στα κύματα, βγήκε από τον Κεράτιο· άγνωστο όμως πού προσάραξε και ποιοι στάθηκαν τυχεροί να το παραλάβουν. Για το ἱερό εκείνο λείψανο ώς εδώ μόνο γνωρίζουμε.
Η ἁγία του κάρα μεταφέρθηκε στα Σεράγια ως απόδειξη ότι εκτελέστηκαν οι διαταγές των ανωτέρων. Αυτά ως προς το μαρτύριο του Ἁγίου.
Όταν ξημέρωσε και στο Πατριαρχείο πληροφορήθηκαν, από εκείνους τους χριστιανούς τους οποίους ο Ἅγιος είχε συναντήσει στον δρόμο, χαιρετήσει και ζητήσει συγχώρηση, όσα συνέβησαν, έστειλαν – όπως συνηθιζόταν – κι εζήτησαν την ἁγία κάρα, προσποιούμενοι ‒ όπως ήταν φυσικό – ότι θα της απέδιδαν τις προβλεπόμενες τιμές. Μετά και την επίμονη παράκληση των ίδιων χριστιανών να τους δοθεί η κάρα, το Πατριαρχείο τους την παρέδωσε· την τοποθέτησαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ναό του Ἁγίου Δημητρίου στα Ταταύλα. Από εκεί ο αείμνηστος Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του Μάρτυρα, την παρέλαβε – μαζί με μερικά από τα ρούχα του – και την έστειλε στην πατρίδα του, όπου κατατέθηκε στην ίδια του την οικία, σε ναό που ανεγέρθηκε με δική του προτροπή προς τους συμπατριώτες του, ο Ἅγιος ενεργώντας θαυματουργικά κατ’ επανάληψη ακόμη και τότε.

Έτσι, φίλοι της εορτής, είναι ο βίος και το μαρτύριο του νεομάρτυρα Ἀποστόλου, στον ναό του οποίου συγκεντρωθήκαμε σήμερα, για να εορτάσουμε και να δοξολογήσουμε τον επουράνιο Πατέρα μας, τον θαυμαστό στους Ἁγίους Του, μαζί με τον Υιό και το Ἅγιο Πνεύμα, στὸν ὁποίο ἀνήκει δόξα, τιμή καὶ προσκύνηση, τώρα καὶ πάντα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων· Ἀμήν.

Πρωτότυπο Κείμενο:

Μαρτύριον τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος ̓Αποστόλου τοῦ Νέου τοῦ ἐξ ̔Αγίου Λαυρεντίου του Βόλου ἕλκοντος τὴν καταγωγήν.

Χαίρει σήμερον τῶν ̓Αποστόλων ὁ χορὸς καὶ λαμπρότατα πανηγυρίζει, ἀναλαμβάνων τὸν ὁμώνυμών του Απόστολον Αγάλλονται τὰ τῶν Μαρτύρων συστήματα συναριθμοῦνται ἐν ταῖς χορείαις αὐτῶν τὸν νεοφανῆ τοῦτον μάρτυρα, ὅστις ὡς ἄλλος αυγερινός τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ανέτειλεν κατὰ τοὺς ζοφεροὺς ἐκείνους χρόνους τοῦ 1685, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Σουλτάν Μεχμέτ τοῦ Δ΄, εἰς ἐποχήν, καθ’ ἣν πάντες σχεδόν οἱ ἑτερόφυλοι καὶ ἑτερόθρησκοι ἡμῶν ἀρχοντες, οὔτε των μόνιμον στρατὸν τῆς μεγάλης ταύτης αὐτοκρατορίας τοῦ Ισλὰμ ἀποτελοῦντες καὶ ἅπαντες ἐν γένει οἱ διοικητικοὶ ἀνώτεροι καὶ μικροὶ τοῦ κολοσσαίου τούτου κράτους, παραγνωρίσαντες την ἀποστολήν των ἐπὶ τοσοῦτον αυθαιρεσίας καὶ φανατικότητας, ὥστε ἀδύνατος ἀποβαίνει ή παράστασις τοῦ ἐγκλήματος δι ὀλίγων καὶ μάλιστα ἀφοῦ ἄλλων ἐπεχειρίσθημεν τὴν διήγησιν. Εἰς τοιαύτὴν λοιπὸν ἐποχὴν σκότους καὶ μισοχριστότητος γεννηθεὶς ὁ μεγαλομάρτυς Απόστολος, οὐ μόνον δέν ἐσκοτίσθη παντελῶς κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴν ρῆσιν, (καὶ ἡ σκοτία αὐτὸν οὐ κατέλαβε) αλλά καὶ ὡς ἀδάμας ἤστραψε την μαρτυρικὴν ὁμολογίαν τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, τοῦ Χριστοῦ περιβληθείς, εἰ καὶ σκληρότατα ἐβασανίσθη ὑπὸ τῶν θηριωδῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ τυράννων, ὅπως τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης ἀπαρνηθῇ καὶ τὸν ἄτιμον τῆς ἀληθείας χιτῶνα περιβληθῇ. Μετέβη δὲ τέλος πάντων ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίω δοκιμασθείς, εἰς τὸν οὐράνιον κύκλον, ἵνα λάμπῃ ἐκεῖσε καὶ ἀκτινοβολῇ τῆς ἀθανάτου βασιλείας θερμός λάτρης γεγονὸς ἐστόλισμένος μὲ τὸν ἀμάραντον τοῦ μαρτυρίου στέφανον, ὃν ἤρατο διὰ τοῦ ἀθώου αὐτοῦ αἵματος, ποθήσας τὴν δόξαν τοῦ οὐρανίου σκηνώματος, ἤ ὅ,τι ἠδύνατο να συντελέση πρὸς τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ χριστωνύμου γένους.

Οὗτος λοιπὸν ὁ μόνος φερωνύμως κληθείς Απόστολος πατρίδα θα μὲν εἶχεν τὸν ἅγιον Λαυρέντιον, κωμόπολιν παρὰ τὰς νοτιοανατολικὰς πλευρὰς τοῦ Πηλίου κειμένην κατὰ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Δημητριάδος γονεῖς δὲ ὄχι τόσον ἐπιφανεῖς, ὅσον αὐτάρκεις καὶ εὐσεβεῖς, τοῦτο μόνον πλουτοῦντας το θεαρέστως ζῆν, ταῖς ἰδίαις χερσὶν ἐργαζόμενοι καὶ τῷ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου των τρώγοντες τὸν ἄρτον αὐτῶν. Καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ὠνομάζεται Κώστας Σταματίου (ὅθεν καὶ ἡ σύγχυσις ἐν τῷ Μαρτυρολολίω, ἀναφέροντος τὸν ἅγιον, Σταμάτιον) Μέλλω δὲ ἡ μήτηρ του, ἡ τὴν λογιγὴν ταύτην μέλισσαν τοῦ Παραδείσου τέξασα· Τούτων δὲ ἀπορφανισθεὶς, ἄγων τὸ 15ον ἔτος τῆς ἡλικίας του εἰς Κωνσταντινούπολιν ἀπεδήμησε καί τινι τῶν ἐκεῖ καπήλων ὑπάλληλος ἐγένετο. Υπηρέτει δὲ παρ ̓ αὐτῷ τὸ τέταρτον ἔτος, ὅτε τῶν γηίνων τούτων και ταφρονήσας καὶ ὑπὸ μόνα τὰ οὐράνια καταληφθεὶς συνέβη νὰ ὑποστῇ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον ὡς ἐξῆς.

Οἱ κάτοικοι τῶν χωρίων τοῦ Βώλου, καὶ κατ’ ἐξοχὴν οἱ τοῦ ἁγίου Λαυρεντίου σκληρὰ βασανιζόμενοι καὶ βαρέως φορολογούμενοι ὑπὸ τοῦ τότε διοικητού των Βοϊβόδα, μὴ ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν του, ἀνυπόφορον καταστᾶσαν διὰ τὰς ἀθεμιτουργίας καὶ δὴ καὶ διὰ τὴν ὑπέρογκον ἄδικον προσθήκην τῶν φόρων, ἀπεφάσισαν νὰ προσδράμωσι πρὸς τοὺς ἐπιτρόπους τῆς βασιλομήτορος (Βαλιδές) οριζούσης τότε τὰ πλεῖστα τῶν χωρίων τούτων καὶ προλαβόντες τὰ δίκαιά των ἐπιφέρουσιν μικράν τινα τοῦ κακοῦ θεραπείαν, ἤ ἄν οὐχὶ ἄλλο νὰ μαλακώσωσι τουλάχιστον τοῦ βαρβάρου τὴν σκληρότητα. Αλλ’ εἰς μάτην ἐκοπίαζον ἀνημέρῳ θηρίῳ μαχόμενοι διότι καὶ μετὰ ταῦτα, καὶ μετὰ τὴν ἀποστολὴν δηλαδή τινων πρὸς ἐκείνους οὐ μόνον τὰ σταλέντα αὐθεντικά γράμματα ἐκ μέρους τῶν ἐπιτρόπων τῆς βασιλομήτορος, ἅπερ ἐκόμισαν πρὸς αὐτὸν οἱ ἐπανακάμψαντες ἐκ Κωνσταντινουπόλεως περιφρόνησε καὶ ὡς ψευδῆ τὰ ἀπέρριψεν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τοσοῦτον ὠργίσθη ὥστε λαβών τρεῖς ἐξ αὐτῶν δεσμίους, ὡς κακούργους τους αναβιβάζει συνοδεύων αὐτοὺς ὁ ἴδιος εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ εἰς σκοτεινοτάτην καὶ ὑγράν φυλακὴν ἐνεργεῖ νὰ τοὺς ρίψωσιν ὁ ἀσεβὴς καὶ παμβέβηλος ὡς ἐνόχους τῆς ἐσχάτης τιμωρίας. Ταῦτα μαθόντες οἱ τούτων συμπατριώται, ἀναβαίνουσί τινες εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐπὶ σκοπῷ τοῦ νὰ ἐλευθερώσωσι τοὺς ἀδίκως καθειρχθέντας τρεῖς εἰς τὰ δεσμὰ συμπολίτας των, καὶ μὲ ἀπόφασιν καὶ κατ’ αὐτοῦ τοῦ βοϊβόδα νὰ ἀναφερθώσιν, οὐχὶ πλέον, ὡς οἱ πρότερον τοὺς τοὺς ἐπιτρόπους τῆς βασιλομήτορος, ἀλλὰ πρὸς αὐτὴν τὴν ἰδίαν. Φθάσαντες δὲ ἐκεῖσε καὶ κατὰ πρῶτον μὲν ἔσπευσαν πρός ἀντάμωσιν τοῦ μάρτυρος, ἀγνοοῦντες αὐτοὶ ὡς πρώτην φοράν αφιχθέντες εἰς Κωνσταντινούπολιν τίνι τρόπῳ ἔδει νὰ ἐνεργήσωσι περὶ ἄν ἦλθον ἐκεῖσε. “Οθεν ἀνταμώσαντες τὸν ἅγιον καὶ ἀπὸ κοινού συμβουλευθέντες περὶ τοῦ πρακτέου, ἀπεφάσισαν τὸ κατ’ ἀρχὰς μὲν νὰ δώσωσιν ἀναφορὰν τῷ τουρκιστὶ καλουμένῳ Κιζλάραγα Γιουσούφ ἀγά (ἀρχιευνούχω τοῦ παλατίου) καὶ νὰ παραστήσωσι τοῦ Βοϊβόδα τήν ἀδικίαν καὶ ωμότητα, τὴν βαρυτάτην προσθήκην τῶν φόρων, οὓς αὐτὸς παρά τὰς διαταγὰς τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει καθυπέβαλε τοῖς ὑπηκόοις καὶ δὴ καὶ τὴν ἄδικον ἐκείνην φυλακὴν τῶν τριῶν συμπατριωτῶν των, οἵτινες ἐστέναζον ὑπὸ βαρυτάτας αλύσεις πιεζόμενοι ἐν ταῖς φυλακαῖς οἱ δείλαιοι, μὴ ἔχοντες τὸν βοηθοῦντα. Καὶ τοῦτο μὲν παμψηφεὶ ἀπεφασίσθη, οὐδεὶς ὅμως ἐτόλμα νὰ παρουσιασθῇ καὶ ἐπιδώσῃ τὴν ἀναφοράν. Τότε ὁ ἅγιος, ὁ εὐγενὴς κατά τὴν ψυχὴν οὗτος νεανίας, ὧν καὶ κατὰ τὴν τῶν Ὀθωμανῶν διάλεκτον ἐμπειρότατος, πλήρης ἰσχύος καὶ θάρρους λαμβάνει τὴν ἀναφοράν, τρέχει προθύμως, παρουσιάζεται γενναίως εἰς τὸ τυρανικὸν ἐκεῖνο τοῦ Κιζλάραγα πρόσωπον, καθώς τε ὁ Δαυίδ προς τὸν Σαούλ καὶ χωρὶς τὸ παράπαν νὰ ταραχθῇ ἢ ἀλλοιωθῇ τὸ χαριέστατον αὐτοῦ πρόσωπον, ἐγχειρίζει τὴν ἀναφορὰν. Ὁ δὲ ἀναγνοὺς τὸν ἠρώτησε πόθεν ἦτο, ὁ ἅγιος τῷ ἀπεκρίνετο ὅτι εἰς ἐκείνων, ὧν ὁρίζει ἡ ἐνδοξότης του. Ταύτας δὲ τὰς λέξεις ἀκούσας ἐλευθέρως προφερθείσας ἀπὸ τοῦ στόματος τοῦ ἁγίου ο Κιζλάραγας, ὤν γὲ καὶ διαβεβλημμένος πρότερον ὑπὸ τοῦ Βοϊβόδα, τόσον ἐθυμώθη, ὥστε χωρὶς νὰ προβῇ εἰς ἄλλο, εὐθὺς διέταξε νὰ παραδοθῇ τῷ Βοϊβόδα ὁ ἅγιος ὡς ἀνήκων ἐκείνῳ καὶ τιμωρηθῇ διὰ τὸ αὐθάδες τόλμημά του. Τούτου δὲ γενομένου, ὁ μὲν Βοϊβόδας μὲ δεσμᾶ σιδηρᾶ περισφίγγει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ τεσσάρων ἐτῶν χαράτσι, ἀφ’ ὅτου δηλαδὴ ἔλειψεν ἐκ τῆς πατρίδος, με βιαίαν ἀπόφασιν τοῦ ζητεῖ· ὁ δὲ ἅγιος μετά μεγάλης ἐλευθερίας τῷ ἀπεκρίνατο «Αργύριον καὶ χρυσίον οὐκ ὑπάρχει μοι μία δὲ μόνη σοκάμινος εἰς τὴν πατρίδα μου εὑρίσκεται καὶ ταύτην, εἰ θέλῃς πωλήσας τὰ ζητούμενα λάβε. ‘Ακούσας δὲ ὁ ἀκόρεστος τῆς φιλαργυρίας θιασώτης ὅτι ἀντὶ τεσσάρων ἐτῶν χαράτσι θὰ ἐλάμβανε τὴν ἀξίαν τῆς ἐν τῇ πατρίδι τοῦ ἁγίου οἰκίας, εὐχαριστήθη τρόπον τινα καὶ ἔμελλε τὴν ἑπομένην ἡμέραν νὰ ἀπολύσῃ τὸν ἅγιον συνυποσχόμενος προσέτι ὅτι καὶ τοὺς τρεῖς συμπατριώτας του θὰ ἀπέλυεν, ἄν ἔρριπτον τὸ παρελθόν εἰς τὴν λήθην καὶ ἀνεχώρουν ἐκεῖθεν, χωρὶς τι κατ’ αὐτοῦ νὰ ἐνεργήσωσι, μεταβαίνοντες εἰς τὴν πατρίδα των. Καὶ ταῦτα μὲν θὰ ἔπραττεν ἀναμφιλέκτως ὁ Βοϊβόδας, φοβούμενος μὴ οἱ νεωστὶ ἐκεῖσε αφιχθέντες, οὓς ἡγνόει που διέμενον ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ διὰ τοῦ μάρτυρος κατ’ αὐτοῦ ἐνεργοῦντες, ἤθελον προσδράμει εἰς τὴν βασιλομήτορα. Αλλ’ ἐνῷ ταῦτα συνέβαινον, εἷς ἐκ τῶν τελευταίως ἀφιχθέντων συμπατριωτῶν τοῦ ἁγίου, γέρων ζηλότυπος, μαθὼν ὅτι τὴν ἑπομένην ἡμέραν θὰ ἀπεφυλακίζοντο οἱ τρεῖς συμπολῖταί του, συγκατατεθέντος ὑπὸ τοῦ ἁγίου τοῦ Βοϊβόδα, φθονήσας τὸν ἅγιον μὴ εὐφημισθῇ ἐν τῇ πατρίδι του δι’ ἦν ἔδειξεν ἱκανότητα, ὁ ἀσήμαντος οὗτος καὶ πτωχὸς νεανίας, προσέρχεται τῷ Βοϊβόδα καὶ πείθει αὐτὸν νὰ παραιτηθῇ τῆς περὶ τοῦ ἁγίου ἀποφάσεώς του, λέγων ὅτι οἱ μετ’ αὐτοῦ συναναβάντες ἐκεῖσε δειλιάσαντες ανεχώρησαν οἴκαδε καὶ ὅτι τὸ αὐτὸ ἐπρόκειτο να πράξῃ καὶ αὐτός, προσθέτων ἀκόμη ὅτι ὁ ἅγιος ἦτο ὁ τὰ πάντα ὑποκινήσας καὶ ὅτι ἄν ἀπέλυεν αὐτὸν τὸν τοσούτῳ τολμηρόν νεανίαν, δὲν θὰ ἐβράδυνε νὰ τὸν καταμηνύσῃ εἰς τὴν βασιλομήτορα. Ταῦτα ἀκούσας ὁ αἱμοχαρής Βοϊβόδας, ὅστις πρότερον ἕνεκα δέους συγκατετέθη, ὡς ἀνωτέρω ἐρρέθη, τόν τε ἅγιον καὶ τοὺς τρεῖς αὐτοῦ συμπατριώτας νὰ ἀπολύσῃ καὶ ἐκ τῆς προσθήκης τῶν φόρων νὰ παραιτηθῇ, ἐπὶ τοσοῦτον ἐθρασύνθη, ὥστε χωρὶς καν στιγμὴν νὰ βραδύνῃ ἢ καὶ σκεφθῇ ὀλίγον περὶ τῆς ἀληθείας τῶν αὐτῷ διακοινωθέντων, διατάττει τοὺς ὑπηρέτας του να δράμωσιν εἰς τὴν φυλακήν καὶ σκληρῶς νὰ βασανίσωσι τον μεγαλομάρτυρα, προσθέσας σὺν τούτοις ὅτι τοῦτο θὰ πράττωσι πάντοτε μέχρις οὗ ἀποτελειώσωσιν αὐτόν. Καὶ ταῦτα μὲν κατὰ κεραίαν ἐξετελούντο. Ο δὲ ἅγιος τοιουτοτρόπως ἀπεινῶς καὶ ἀσπλάχνως βασανιζόμενος, μίαν τῶν ἡμερῶν εὑρίσκει τον τρόπον καὶ ἐκβάλλει τόν ἕνα του πόδα τῶν δεσμῶν καὶ οὕτως ἀργοπατῶν πρὸς δραπέτευσιν καταγίνεται. ̓Αλλὰ δὲν ἦτο βεβαίως τοῦτο Θεοῦ οἰκονομία να στερηθῇ ὁ σημερινὸς στεφανίτης τοῦ μαρτυρίου τον στέφανον. Οὕτω λοιπόν περὶ τὴν φυγὴν ἀγωνιζομένου τοῦ ἁγίου, ὁ κτύπος τῶν σιδήρων πλήττει τὰς ἀκοὰς τῶν ἀθέων ἐκείνων υπηρετῶν καὶ παρευθύς τὸ δράμα ὑποπτευσάμενοι τρέχουσι καὶ κρατοῦσι τόν ἅγιον∙ Τούτων δὲ ἔτι λογομαχούντων μετὰ τοῦ ἁγίου, ἰδοὺ ἔρχεται καὶ ὁ Βοϊβόδας Ιδὼν δὲ τὴν σύγχυσιν καὶ ταραχήν τῶν ὑπηρετῶν ἐρωτὰ τὴν αἰτίαν. Μαθὼν δὲ τὴν ἀποτολμηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἁγίου φυγήν, δράττει τὸν ἐκεῖ τυχόντα πέλεκυν καὶ μὲ τοῦτον ἀσπλαχνότατα τὸν δέρει ὁ ἄσπλαχνος.

Αλλ’ ὁ γεναῖος οὗτος τῆς ἀληθείας βοηθός, οὐ μόνον ἠψήφησε παντελῶς τὰς σκληροτάτας καὶ ἀφορήτους ἐκείνας πληγάς, ἀλλ ̓ ὤν ὅλως νενευρισμένος ἐκ θείας χάριτος ἐναντιοῦται κατὰ τοῦ τυράννου και χριστομιμήτως τῷ λέγει-διατί με δέρεις καὶ σκληροκαρδίως μὲ τυραννεῖς; ἢ δὲν ἠξεύρεις ὅτι εἰμὶ καὶ σοῦ καὶ τῶν ὑπηρετῶν σου τιμιώτερος ; εἰς ταῦτα ἐκπλαγεὶς ὁ Βοϊβόδας—καὶ τὶ τῶ λέγει, μήπως καὶ σὺ εἶσαι Μωαμεθανός, ὡς ἐγὼ, καὶ λέγεις ὅτι εἶσαι καὶ ἐμοῦ καλλίτερος ; -Όχι δὲν ἐννόησα τοῦτο, ἀπεκρίθη θαρραλέως ὁ ἅγιος.-Ναὶ τοῦτο εἶπας, ὑπέλαβον ομοθυμαδὸν οἱ ὑπηρέται-Μὴ γένοιτο· ἐπρόσθεσεν ὁ ἅγιος ἐγὼ νὰ βλασφημήσω ποτέ! Ψεύδεσαι, ἐπανέλαβον οἱ ὑπηρέται τῆς ἀδικίας, οἱ υἱοὶ τοῦ σκότους, πλὴν μάθε ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσωμεν νὰ ἐγκαταλείψης των Μωαμεθανισμόν, ὅν ὡμολόγησας ὁ ἴδιος. Καὶ ταῦτα μὲν κατεμαρτύρουν αὐτοῦ οἱ ὑπηρέται συκοφαντοῦντες. Ὁ δὲ βοϊβόδας θέλων νὰ ὑπηρετήση τον Μωαμεθανισμὸν προσθέτων εἰς τὸν κολοσσόν του ένα Ισλάμην, ἐπισπεύδῶν τὴν εὐκαιρίαν ἔστειλεν εὐθὺς καὶ ἔφερε τὸν κουρέα, ἵνα ἐνεργήσῃ τὴν περιτομὴν. Αλλ’ ὁ ἅγιος γενναίως ἀνθίστατο λέγων ὅτι μᾶλλον ἐπροτίμα τῆς κεφαλῆς τὴν ἀποκοπὴν διὰ τὸν Χριστόν, ἢ νὰ παραδεχθῇ τὴν περιτομὴν διὰ τὴν ζωήν. Οθεν καὶ μὲ μεγάλην καὶ πεπαρρησιασμένην φωνήν έκραζε λέγων. Εγώ χριστιανὸς εἰμὶ καὶ ἀπὸ τῆς ἁγίας μου πίστεως οὐδέποτε παραιτούμαι. οἱ δὲ ὑπηρέται τοῦ Βοϊβόδα ἔλεγον πρὸς τὸν ἅγιον. – καὶ δὲν εἶσαι σὺ ὅστις ποὺ μικροῦ τὴν παρήτησας καὶ ἐθελουσίως ὡς μολόγησας τὸν ἑαυτόν σου Οθωμανόν ; Αλλά φλυαρεῖτε, εἶπεν ὁ ἅγιος καὶ ψεύδεσθε προφανῶς, ὦ μὴ γένοιτο ἐγὼ νὰ ἐκφέρω παρομοίαν βλασφημίαν; Αν δὲ πρό ὀλίγου ἔκρινα τὸν ἑαυτὸν μου τιμιώτερον ὑμῶν, τοῦτο ἀποδοτέον εἰς τὴν ἀμώμητόν μου πίστιν, εἰς ἣν μάλιστα καὶ ἐγκαυχῶμαι καὶ δὲ ἥν προτιμῶ μᾶλλον νὰ κοπῶ εἰς λεπτότατα τεμάχια ἢ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πρὸς τὸν Χριστόν μου πίστιν. Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Χριστομάχοι ἐκεῖνοι ἄθεοι (ἀποσιωπῶ δὲ τὰς ἄλλας λογομαχίας τὰς μεταξὺ τοῦ ἁγίου καὶ τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων λαβούσας χώραν) λαμβάνουσι τὸν ἅγιον και ὡς μέγαν πταίστην εἰς τὴν φυλακήν, εἰς ἣν συνείθιζον νὰ φυλακίζωσι τοὺς εἰς θάνατον καταδεδικασμένους, τὸν ἐγκλείουσιν ἀφοῦ πρῶτον τὸν ἐστεφάνωσαν, οὐχὶ μὲ στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ὡς οι Εβραίοι τόν Χριστόν, ἀλλὰ μὲ μυρίας ὕβρεις καὶ λοιδωρίας και μαστιγώσεις καί αἰκισμούς. Μετ’ οὐ πολὺ δὲ ἐξαγαγόντες ἐκεῖθεν τὸν μεταφέρουσιν, πρὸς τὸν Σεϊχουϊσλιάμην καί ἐκεῖθεν εἰς τὸν Καζασκέρην ὡς ἀπὸ τοῦ Αννα εἰς τὸν Καϊάφαν και καθ’ ἑξῆς πρὸς τοὺς λοιποὺς παντοῦ καταμαρτυροῦντες αὐτοῦ και συ κοφαντοῦντες ὅτι ὁμολογήσας ἑαυτόν ὀθωμανόν ἀρνεῖται νῦν πρός χλεύην καὶ ἐμπαιγμόν τοῦ προφήτου.

̓Αλλ’ ὁ μὲν γενναῖος οὗτος μεγαλομάρτυς, ὤν ὁπλισμένος μὲ τὰ πνευματικὰ τῆς πίστεως ὅπλα, οὐ μόνον δὲν ἐταράττετο παντελῶς, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγαλοψυχίαν ἀπαράμιλλον καὶ ἀφοβίαν ἵστατο κατέναντι τῶν περιπνόων προσώπων τῶν κριτῶν. Οἱ δὲ πεπλανημένοι ἐκεῖνοι καὶ ἄδικοι κριταὶ μιμηταὶ τοῦ Βοϊβόδα γενόμενοι, θέλοντες οὕτως εἰπεῖν, νὰ προσκτήσωσιν ἕνα Ισλιάμην, κατὰ πρῶτον μὲν ἰδόντες τὴν νεαρόν ηλικίαν τοῦ Μάρτυρος, ἤρξαντο ἐξ ὑποσχέσεων καὶ κολακειῶν, ὑπισχνούμενοι ἀξιώματα, πλούτη, τιμὰς καὶ τὰ παραπλήσια, ἀλλ’ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς ἵνα κατά τον προφήτην εἴπω. Διότι ὁ ἅγιος ὅλα ταῦτα ἀπέναντι τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ θρησκείας περιφρονῶν, οὐ μόνον δὲν ἐκάμφθη παντελῶς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχλεύαζε καὶ τοὺς περιφρόνει ‘Αλλά με όλα ταῦτα καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἀπηλπίσθησαν. “Οθεν λαβόντες αὐτὸν κολακευτικῶς τὸν μεταφέρουσιν εἰς τὸ Βεζυρικὸν μέγαρον (πασιά καπουσοῦ) καὶ ἔμπροσθεν τοῦ Βεζύρου τὸν παρουσιάζουσιν. Ὁ δὲ Βεζύρης ἰδὼν αὐτὸν ἤρξατο καὶ οὗτος πρώτος μὲν μὲ λόγους νὰ τὸν καταπείσῃ, ἵνα ἀπαρνηθῇ τὸν Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἀλλ ̓ ἰδὼν τὸ ἀμετάθετον τῆς γνώμης του ἐστοχάσθη καὶ αὐτός, ὡς καὶ οἱ ἄλλοι, να προστρέξῃ πρὸς τὰ χαρίσματα. “Οθεν διὰ νὰ καταπλήξῃ, οὐ μόνον τὴν ἀκοήν, ὥσπερ οἱ πρό αὐτοῦ ἔπραξαν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὀφθαλμούς τοῦ ἁγίου, διατάττει νὰ φέρωσιν ἐκεῖ ἵππων ἐστολισμένον βασιλικῶς καὶ πληθύν χρυσίου καὶ ἀργυρίου, εἰς νομίσματα. Τούτων δὲ προσενεχθέντων λέγει τῷ Αγίῳ.-Νεανία ἐὰν συγκατανεύσῃς εἰς τούς λόγους μου, οὐ μόνον αὐτὰ ὅπου βλέπεις θα σοὶ δωρήσω, ἀλλὰ καὶ ἀξιώμασι καὶ τιμαῖς βασιλικαῖς θὰ σὲ ἀνταμείψω.

‘Ο δὲ ̔́Αγιος οὐδόλως προσέχων εἰς τε τοὺς λόγους τὰ δῶρα καὶ τὰς ὑποσχέσεις τοῦ τυράννου εἶπε–Μὴ ἀργοπορεῖτε καὶ χάνετε τον καιρόν σας ματαίως, ἀλλ’ ὁ μέλλετε ποιεῖν ποιήσατε τάχιον. Σας διαβεβαιῶ δὲ, ὡς τίμιος χριστιανὸς ὅτι, μὲ ὁποιονδήποτε θάνατον θέλετε νὰ μὲ θανατώσητε, χάριν τοῦ Χριστοῦ μου Ἰησοῦ, θέλω τὸν δεχθῇ προθυμότατα· Μὴ ἀργοπορεῖτε λοιπόν νὰ μὲ κατακαύσητε θέλετε; ἐγὼ τὰ ξύλα συνάζω καὶ τὴν πυρὰν ἑτοιμάζω, νὰ μὲ ἀπαγχονίσητε ; ἐγὼ ταῖς ἰδίαις μου χερσὶ σύρω τὸν βρόχον, νὰ μὲ ἀποκεφαλίσητε ; δότε μοι τὸ ξίφος νὰ τὸ ἀκονίσω ὅσῳ χρειάζεται. Τέλος όν τρόπον στοχάζεσθε ἐπονειδιστότερον, ἀποφασίσατε, ἐγὼ γίνομαι ὁ πρῶτος ὑπηρέτης καὶ σπουδαστής. Μὴ λοιπὸν συλλογίζεσθε ματαιοπονοῦντες καὶ πρὸς κέντρα λακτίζοντες, ἀλλὰ τελειώσατε ὅπερ σκέπτεσθε. Ταῦτα του Αγίου εἰπόντος, νέφος παχύτατον αἴσχους ἐπεσκίασεν ὅλους τοὺς ἐκεῖ παρευρεθέντας καὶ αὐτὸν μάλιστα τὸν Βεζύρην. “Οθεν μὴ δυνάμενοι ἐπὶ πλέον νὰ ἀνεχθῶσι τὴν χλεύην ἀπεφάσισαν τέλος νὰ τὸν ἀποκεφαλίσωσιν ἀφοῦ πλέον εἶδον τὸ ἀδύνατον τοῦ νὰ τὸν καταπείσωσι. Τὴν αὐτὴν οὖν στιγμὴν φραγγελώσαντες αὐτὸν ὡς ἄλλοι Πιλάται, τον ρίπτουσι καὶ πάλιν εἰς τὴν εἱρκτήν. Τῇ δὲ ἐπαύριον τῇ ἕκτῃ καὶ δεκάτη Αὐγούστου του αὐτοῦ ἔτους ἡμέραν Δευτέραν περὶ ὄρθρου βαθέως, ἀφοῦ ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα οἰκτρότατα τὸν ἐβασάνισαν, εἷς τῶν ἀνωτέρω ἀξιωματικῶν παρακολουθούμενος καὶ ὑπὸ εὐαρίθμων στρατιωτῶν καὶ τοῦ δημίου τὸν ἀπάγει εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης. Καὶ οἱ μὲν αἱμοβόροι ἐκεῖνοι δήμιοι τὸν ἐβίαζον εἰς τὸν δρόμον νὰ τρέχῃ. Ὁ δὲ ἅγιος μὲ φαιδρὸν καὶ χαρούμενον πρόσωπον, ὡσεὶ ἐπορεύετο εἰς γάμον ἤ εἰς συμπόσιον ἐβάδιζε. Χριστιανούς δὲ τινας ἀπαντήσας εἰς τὸν δρόμον μὲ ταπεινὸν σχῆμα τοὺς ἐχαιρέτισε καὶ τοὺς ἐζήτησε συγχώρησιν. Οὗτοι δὲ ἐννοήσαντες τῆς απαγωγῆς του, περίφοβοι ἠκολούθησαν αὐτὸν καὶ τὴν συνοδείαν του μακρόθεν καὶ αὐτόπται ἐγένοντο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ μάρτυρος, ὅστις ἅμα ἔφθασεν εἰς τὸν προσδιωρισμένον τόπον, ἀκριβῶς εἰς τὴν σημερινὴν θέσιν, ἔξω τῆς τὸν Κεράτιον βλεπούσης πύλης του Γενιτζαμίου, ἐπάνω τῶν λιθίνων τῆς αὐτῆς πύλης ἔκλινε τὰ γόνατα καὶ περιέμενε τὸν δήμιον.

Οἱ δὲ υἱοὶ τοῦ σκότους μὴ ὑποφέροντες τὴν καταισχύνην, ἧς ἔτυχον διὰ τὴν νίκην τοῦ ἁγίου, ἤρξαντο καὶ πάλιν νὰ τῷ προβάλωσι τὰς προτερινὰς ἐκείνας ματαιότητας -Μὴ θελήσῃς νεανία, τῶ ἔλεγον, νὰ θυσιάσῃς τὴν ζωήν σου παράκαιρα, λυπήθητι τὴν νεότητά του, σκέψου πόσα καλὰ ἔχεις νὰ στερηθῇς καὶ πόσα πλούτη καὶ βασιλικὰς τιμὰς καὶ τροφὰς σωματικὰς θὰ χάσης, κατεχόμενος ὑπὸ ἀνοήτου ἰσχυρογνωμοσύνης. Ταῦτα καὶ πλεῖστα ἄλλα ἔλεγον καὶ ἐνταῦθα πρὸς τὸν ἅγιον οἱ ἄφρονες πλὴν οὐδαμῶς τοῖς ὠφέλησαν. Τέλος δὲ ἰδόντες τὸ ἄκαμπτον τῆς γεναίας ψυχῆς του παντελῶς ἀπελπισθέντες πλέον μὴ ἔχοντες δὲ καὶ τὶ ἄλλο νὰ προβάλωσι, ἔδωσαν διαταγὴν τῶ δημίῳ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ. Ων δὲ καὶ οὗτος τῆς αὐτῆς σατανικῆς ρίζης καὶ τὴν αὐτὴν λύσσαν κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ λυσσῶν, δὲν ἐστάθη καὶ αὐτὸς κατώτερος τῶν ὁμοφύλων του κατὰ τὴν θηριωδίαν. Οθεν θέλων νὰ αὐξήσῃ τὸν πόνον καὶ τὴν οδύνην τοῦ ἁγίου, ἀφοῦ ἐκ τρίτου κατήνεγκε τὸ ξίφος κατὰ τοῦ τραχήλου αὐτοῦ ἐπίτηδες ἀνεπιτυχώς, τέλος περιτυλίξας εἰς τὴν αἱμοβόρον χεῖρά του τὴν κόμην τῆς ἱερᾶς του κεφαλῆς, δίκην σφαγίου τῶν ἀποκεφαλίζει ἀσπλάχνως ὁ λιθοκάρδιος. Οὕτω λοιπὸν περαιωθέντος τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου ἡ μὲν ἁγία αὐτοῦ ψυχή ὑπὸ φωτεινῶν ἀγγέλων μετηνέχθη ἐν οὐρανοῖς, ὅπως ἀπολαύσῃ παρὰ τοῦ μισθαποδότου Θεοῦ τῶν καρπῶν τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του· ὁ δὲ δήμιος μετὰ τῶν λοιπῶν ἀπεμακρύνθησαν ὀλίγον τι πέραν τοῦ ἱεροῦ τοῦ Μάρτυρος λειψάνου, ὅπως μικρὸν ἀνακουφισθῶσι. Δὲν εἶχε δέ παρέλθει οὔτε λεπτὸν τῆς ὥρας καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ καταβαίνων ἐξ οὐρανοῦ ἔστη ἄνω του λειψάνου τοῦ Μάρτυρος, τὸν πανάγιον τοῦ Σωτῆρος σταυρὸν παριστῶν. Μετ’ οὐ πολὺ δὲ καὶ πλῆθος ἀνθρώπων περιεκύκλωσεν αὐτό. Ταῦτα δὲ ἰδόντες οἱ μετὰ τοῦ δημίου συγκαθήμενοι καὶ ὑποπτευσάμενοι ὅτι χριστιανοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι οἱ ἂνθρωποι ἐλθόντες ἐκεῖσε ὅπως κλέψωσι τὸ λείψανον, ὥρμησαν πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἀλλ ̓ ὦ τῶν θαυμασίων σου Χριστὲ βασιλεῦ! οὐδὲν εἶδον ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ σώματος τοῦ ἁγίου.

Εκθαμβοι δὲ τότε ἐπὶ πολλῆς ὥρας γεγονότες ἐλογομάχουν μεταξύ των περὶ τῶν φανέντων ἐκείνων σημείων. Ως δὲ ὑπέφωσκεν ἡ ἡμέρα καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐξυπνήσαντες ἤρχισαν νὰ περιφέρωνται εἰς τὰς ὁδοὺς, δείσαντες οὗτοι μὴ εἰδότες οἱ χριστιανοὶ τὰ φαινόμενα, ἐξαιτήσωσι καὶ λάβωσι τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου ἵνα τὸ τιμῶσι, λαβόντες αὐτό τὸ ἔρριψαν ἐντὸς τοῦ Κερατίου, εἰς τὴν θάλασσαν ὅπως βυθισθῇ, ἀλλ ̓ ἀντὶ νὰ βυθισθῇ, ὡς πτερωτόν τι πτηνόν ἐπιπλέον ἐπὶ τῶν κυμάτων, ἐξῆλθε τοῦ Κερατίου, ἀλλ ̓ ἄγνωστον ἔστι ποῦ προσωρμίσθη καί τινες ἔσχον τήν τύχην νὰ τὸ ἀπολαύσωσι∙ Καὶ περὶ μὲν τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ λειψάνου τόσο γενόσκομεν. Ἡ δὲ ἁγία αὑτοῦ κάρα μετηνέχθη ἐν τοῖς Σεραγίοις ὡς δεῖγμα ὅτι ἐξετελέσθησαν αἱ διαταγαὶ τῶν ἀνωτέρων. Καὶ ταῦτα μὲν περί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου. Ὡς δ ̓ ἐγένετο ἡ ἡμέρα καὶ ἐπληροφορήθησαν οἱ ἐν τοῖς Πατριαρχείοις τὰ κατὰ τὸν Μάρτυρα ὑπὸ τῶν χριστιανῶν ἐκείνων, οὓς ὁ ἅγιος ἀπαντήσας καθ ̓ ὁδὸν τοὺς ἐχαιρέτησε καὶ συγχώρησιν τοὺς ἐζήτησεν, ἔστειλαν κατὰ τὰ εἰωθὸς καὶ ἐζήτησαν τὴν ἱερὰν τοῦ ἁγίου κάραν προσποιούμενοι, ὡς εἰκὸς, ὅτι ἔμελλον νὰ τὴν ἀποδώσωσι τὰ ὑπὸ τῆς θρησκείας νενομισμένα. Τούτου δὲ γενομένου, καὶ ἐπίμονον αἴτησιν τῶν χριστιανῶν ἐκείνων, αἰτούντων νὰ ἀποδοθῇ αὐτοῖς ἡ ἱερὰ τοῦ ἀγίου κάρα, τὴν ἀπέδωσαν οἱ ἐν τοῖς Πατριαρχείοις αὐτοῖς, οἵτινες εἰς ἀργυρὰν ἐμβαλόντες θήκην, τὴν κατέθεσαν ἐν τῷ ναῷ τοῦ αγίου Δημητρίου ἐν Ταταούλοις, ὅθεν μετέπειτα λαβὼν ὁ μακαρίτης Δοσίθεος ὁ Σελευκείας συμπατριώτης του Μάρτυρος μετά τι των φορεμάτων ἀπέστειλεν ἐν τῇ πατρίδι του ἔνθα κατετέθη εἰς τὴν ἰδίαν τοῦ μάρτυρος οἰκίαν, εἰς ναὸν ἀνοικοδομηθεῖσαν, τῇ προτροπῇ αὐτοῦ πρὸς τοὺς συμπατριώτας του, διὰ θαύματος ἐνεργήσαντος ἐπανειλημμένως καὶ ἐκείνους τοὺς χρόνους.

Οὕτως, ὦ φιλέορτοι, ἔχει ὁ βίος καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ νεομάρτυρος Αποστόλου, εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὁποίου συνήλθομεν νὰ ἑορτάσωμεν σήμερον καὶ δοξολογήσωμεν τὸν ἐπουράνιον ἡμῶν πατέρα τὸν θαυμαστὸν ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, σὺν τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ᾧ πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων Αμήν.

Ηλίας Παναγιώτη Γεωργίου

K. Σακελλαρίδου
Έκδοση με μέριμνα και δαπάνη του ναού Αγίου Αποστόλου του Νέου
Τυπογραφείο της Εφημερίδος "Η Θεσσαλία" - 1912

Επιμέλεια: Βικτώρια Παλαιοπάνου