Ένα Διονυσιακό Δρώμενο Πρωτομαγιάς σε Ιστορική Προοπτική
Ιστορική Ταυτότητα και Περιγραφή του Εθίμου
Οι Μάηδες του Πηλίου είναι ένα πατροπαράδοτο λαϊκό δρώμενο που τελείται κατά την Πρωτομαγιά στα χωριά του Πηλίου, με επίκεντρο τη Μακρινίτσα. Πρόκειται για μια εορταστική τελετουργία “μασκαράδων” (ντόπιοι νέοι μεταμφιεσμένοι), οι οποίοι συγκροτούν έναν θίασο (τοπικά αποκαλούμενο “μπουλούκι”) και παρουσιάζουν μια δραματοποιημένη παράσταση με χορούς, τραγούδια και σκωπτικά δρώμενα. Το έθιμο είναι γνωστό ως «Μάηδες» (δηλ. “οι άνθρωποι του Μάη”) και έχει χαρακτηριστεί ποικιλοτρόπως: άλλοτε ως χορευτικομιμητικό ή μαγικοθρησκευτικό έθιμο που συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης. Σύγχρονοι μελετητές το περιγράφουν ως “αγροτικό φυσιολατρικό δρώμενο” με δραματοποιημένες σκηνές και μιμοδράματα, που αποσκοπούν στην ευετηρία (καλή χρονιά), την προστασία και την αποτροπή του κακού. Δηλαδή, οι Μάηδες ενσωματώνουν μαγικο-θρησκευτικές πρακτικές για την αναγέννηση και ευφορία της φύσης την άνοιξη. Στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία οι μασκαράδες αυτοί αναφέρονται και ως “Maymen” (άνδρες του Μαΐου) κατά μετάφραση του όρου Μάηδες, όρος που χρησιμοποιήθηκε το 1910 από τον Άγγλο αρχαιολόγο A.J.B. Wace για να περιγράψει το έθιμο στο Πήλιο.
Περιγραφή του Δρώμενου
Οι Μάηδες συγκεντρώνονται σε ομάδες νεαρών ανδρών, ντυμένοι με εντυπωσιακές φορεσιές που παραπέμπουν τόσο σε παραδοσιακά ελληνικά όσο και σε «οθωμανικά» στοιχεία. Κεντρικά πρόσωπα είναι ο Γενίτσαρος (ντυμένος με φουστανέλα), η Νύφη (άνδρας μεταμφιεσμένος με γυναικεία τοπική φορεσιά), ο Αράπης ή Γέρος (μορφή με μαύρη προσωπίδα από δέρμα και τραχεία εμφάνιση), η Γριά ή Αράπισσα (άνδρας ντυμένος γριά με κουρέλια και μάσκα), ο Γιατρός (με σακάκι, ημίψηλο καπέλο ή σαλιάρα, και μια τσάντα με «φάρμακα»), καθώς και ένας βοηθός του γιατρού (ο επονομαζόμενος «γιατρούλης»). Πλαισιώνονται από ομάδα μασκοφόρων «Zεϊμπέκηδων» – ανδρών με πρόσωπα βαμμένα μαύρα, πολύχρωμες κορδέλες και ανατολίτικη ενδυμασία που θυμίζουν άτακτους Οθωμανούς στρατιώτες. Ιδιαίτερο ρόλο έχει το «Μαγιόπουλο», δηλαδή ένα αγόρι ντυμένο ολόκληρο με φύλλα και λουλούδια που προσωποποιεί τον ίδιο τον μήνα Μάιο και τη βλάστηση. Όλοι μαζί οι μεταμφιεσμένοι, οι Μάηδες, παρελαύνουν με τη συνοδεία παραδοσιακής ζυγιάς από ζουρνάδες και νταούλια, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Εικόνα 1: Φωτογραφία του 1910 με το μπουλούκι των «Μάηδων» από το Πήλιο. Διακρίνονται οι Γενίτσαροι με φουστανέλες, οι νύφες, ο γιατρός (με κουστούμι και ρεπούμπλικα), ο Αράπης με μάσκα και γενειάδα, η Γριά με ρόκα και καλάθι, καθώς και μουσικοί με νταούλι. (Αρχείο A.J.B. Wace)
Η παράσταση που δίνουν οι Μάηδες έχει τη μορφή κωμικού λαϊκού θεάτρου με βασικό μοτίβο έναν ψευδό-γάμο, έναν φόνο και μια ανάσταση. Συγκεκριμένα, στη σκηνή παρουσιάζεται συχνά η ακόλουθη πλοκή: κατά τη διάρκεια του γλεντιού ένας από τους άντρες (συνήθως ο Γέρος/Αράπης) παρενοχλεί τη Νύφη και προκαλεί τη ζήλεια του «γαμπρού» (ενός από τους νεαρούς, συχνά με ρόλο Γενίτσαρου). Ακολουθεί διαπληκτισμός, ώσπου ο γαμπρός τραβάει όπλο (ή ψεύτικο σπαθί) και πυροβολεί τον Γέρο, ο οποίος σωριάζεται κάτω νεκρός. Τότε η Γριά (η μεταμφιεσμένη «μάνα» ή «γυναίκα» του Γέρου) οδύρεται κωμικά πάνω από το σώμα και τρέχει να φέρει τον Γιατρό. Ο Γιατρός καταφθάνει με τα γιατροσόφια του, εν μέσω εύθυμων διαλόγων και αυτοσχεδιασμού και τελικά ανασταίνει τον «νεκρό», προς μεγάλη αγαλλίαση όλων. Η αναπαράσταση ολοκληρώνεται με ξέφρενο χορό και σκωπτική παντομίμα από όλο το θίασο, με στοιχεία σάτιρας και συχνά άσεμνου χιούμορ (ένα είδος λαϊκού «σατυρικού δράματος» μετά την «τραγωδία»). Καθ’ όλη τη διάρκεια, οι Μάηδες παίζουν διαδραστικά με το κοινό, πειράζουν τους θεατές και τραγουδούν τοπικά τραγούδια. Ένα από τα τραγούδια που καταγράφτηκαν το 1910 αναφέρει χαρακτηριστικά:
Οι στίχοι αυτοί εξυμνούν την ομορφιά του Μάη και καλούν τον «αφέντη» (νοικοκύρη) να τους φιλέψει χρήματα (γρόσια, φλουριά), προσφέροντας ευχές μακροζωίας σε αντάλλαγμα. Πράγματι, οι Μάηδες λειτουργούν και ως αγερμός (κάλαντα Πρωτομαγιάς): περιέρχονταν τα σπίτια και τις πλατείες, δίνοντας την παράστασή τους και ζητώντας φιλοδωρήματα (χρήματα, τρόφιμα, κρασί) για το καλό. Η Γριά μάλιστα κρατά καλάθι για τις προσφορές (τυρί, φρούτα κ.λπ.). Όπως στα παραδοσιακά κάλαντα, αν οι νοικοκυραίοι δεν φιλέψουν, οι μασκαράδες συνεχίζουν το πείραγμα μέχρι να λάβουν κάποιο δώρο. Το έθιμο έτσι εμπεριέχει στοιχεία λαϊκής σάτιρας και ανατροπής: οι νέοι «ανασταίνουν» τους νεκρούς, μιμούνται ρόλους ιερέων, γιατρών και Οθωμανών, πειράζουν αρχές και κατεστημένο, ενώ η προσωρινή αναστάτωση θεωρείται μέρος της γιορτής. Συνολικά, οι Μάηδες αποτελούν μια συλλογική γιορτή της κοινότητας, ένα ξέσπασμα χαράς που σηματοδοτεί τον ερχομό της άνοιξης. Όπως λένε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, «οι Μάηδες είναι ένα… αλκοολίκι, μια συνήθεια», μια ευκαιρία για την παρέα να γλεντήσει και να εκφραστεί ελεύθερα, βαθιά ριζωμένη στην τοπική κοινωνία.
Ιστορική Εξέλιξη και Τεκμηριωμένες Αναφορές
Το έθιμο των Μάηδων ανάγεται τουλάχιστον στον 19ο αιώνα, ενώ θεωρείται πιθανό ότι έχει πολύ παλαιότερες ρίζες (δείτε παρακάτω). Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες εμφανίζονται το 1889: ο Δ. Κυρτσώνης δημοσίευσε στην αθηναϊκή εφημερίδα “Εβδομάς” περιγραφή για τους Μάηδες στο χωριό Δράκεια. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1898, ο Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης έγραψε στο περιοδικό “Προμηθεύς” του Βόλου για το ίδιο έθιμο στον Άγιο Λαυρέντιο, το χωριό του. Οι αναφορές αυτές δείχνουν ότι οι Μάηδες τελούνταν σε πολλά χωριά του Πηλίου ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, αν και δεν περιέγραψε ονομαστικά τους Μάηδες του Πηλίου, κατέγραψε συγγενικά δρώμενα στη Θεσσαλία κατά τα Θεοφάνια (δείτε παρακάτω). Σημαντική είναι η μαρτυρία του Άγγλου αρχαιολόγου A.J.B. Wace, ο οποίος την Πρωτομαγιά του 1910 παρακολούθησε ο ίδιος το έθιμο στις πλαγιές του Πηλίου, κοντά στο Βόλο. Ο Wace κατέγραψε με λεπτομέρειες τους χαρακτήρες, τα τραγούδια και την εξέλιξη της παράστασης, και μάλιστα φωτογράφισε τους Μάηδες (δείτε Εικόνα 1) δημοσιεύοντας την παλαιότερη γνωστή φωτογραφία του δρώμενου. Σύμφωνα με την αναφορά του, εκείνη τη μέρα είδε στο Βόλο πολλά μπουλούκια Μάηδων από διάφορα χωριά: από τον Άνω Βόλο, την Πορταριά, τη Μακρινίτσα, τον Άγιο Λαυρέντιο κ.α.. Το έθιμο τελούνταν επίσης στον Κισσό και το Μούρεσι στην ανατολική πλευρά του Πηλίου. Είναι λοιπόν σαφές πως στις αρχές του 20ού αι. οι Μάηδες ήταν πανπηλιορείτικο φαινόμενο και οι μεταμφιεσμένοι συνήθιζαν να κατεβαίνουν μέχρι και στην πόλη του Βόλου για να παρουσιάσουν το δρώμενό τους μπροστά σε περισσότερο κόσμο. Μάλιστα, διαρκούσε συνολικά οκτώ μέρες: οι ομάδες γύριζαν τα χωριά από την Πρωτομαγιά και, ύστερα από ολόκληρη εβδομάδα περιήγησης και γλεντιού, κατέληγαν ξανά στη Μακρινίτσα στις 8 Μαΐου, ανήμερα του τοπικού Αϊ-Γιάννη του Λουλουδά (γιορτή της άνοιξης), όπου γινόταν το μεγάλο φινάλε στην κεντρική πλατεία. Όπως σημειώνεται, αυτή η περιοδεία έκλεινε με οκτώ ημέρες αδιάκοπου γλεντιού, άφθονο φαΐ, κρασί και χορό, προτού οι συμμετέχοντες επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους.
Μετά τη δεκαετία του 1910, οι αναφορές αραιώνουν. Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος (καταγόμενος από τη Ζαγορά Πηλίου) δημοσίευσε το 1931 ένα άρθρο στη “Νέα Εστία” όπου κάνει λόγο για «το τραγούδι της Πρωτομαγιάς» στο Πήλιο, επιβεβαιώνοντας τη συνέχιση του εθίμου τουλάχιστον μέχρι τότε. Ωστόσο, με τις κοινωνικές αλλαγές του μεσοπολέμου και ειδικά κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, το έθιμο φαίνεται να παρήκμασε και τελικά διακόπηκε. Για περίπου τρεις δεκαετίες δεν υπάρχουν μαρτυρίες τέλεσής του. Η αναβίωση ήρθε μεταπολεμικά: το 1957, με πρωτοβουλία τοπικών φορέων στη Μακρινίτσα, οι Μάηδες παρουσιάστηκαν ξανά δημόσια. Από το 1957 ως το 1967 το έθιμο αναβίωνε κάθε χρόνο την Πρωτομαγιά, αν και σε νέο πλαίσιο, οι συμμετέχοντες πλέον διέθεταν λιγότερο χρόνο λόγω εργασιών και η παράσταση περιορίστηκε χρονικά σε μία ημέρα. Η δικτατορία του 1967 έβαλε προσωρινά φρένο στις λαϊκές αυτές εκδηλώσεις. Μετά την πτώση της, το 1976 οργανώθηκε ξανά επίσημη αναβίωση των Μάηδων στη Μακρινίτσα, δίνοντας νέα πνοή στο έθιμο. Έκτοτε, οι Μάηδες της Μακρινίτσας τελούνται σχεδόν ανελλιπώς κάθε χρόνο στις αρχές Μαΐου, έχοντας εξελιχθεί σε σημαντικό πολιτιστικό δρώμενο της περιοχής. Το 2014 συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την πρώτη μεταπολεμική αναβίωση, και πραγματοποιήθηκε επετειακή εκδήλωση, μάλιστα μετατέθηκε συμβολικά και σε τουριστική περίοδο (Αύγουστος) για να την παρακολουθήσει περισσότερο κοινό. Σήμερα το έθιμο έχει ενταχθεί στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας και μελετάται συστηματικά. Νέες μονογραφίες (π.χ. συλλογικός τόμος το 2024) και λαογραφικές έρευνες καταγράφουν τόσο τις παλαιές μορφές του όσο και τον σύγχρονο χαρακτήρα του, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν.
Διονυσιακές Ρίζες και Συμβολισμοί
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στους Μάηδες είναι ο πυρήνας του μύθου τους: ένας θάνατος και μια ανάσταση ως κεντρικό δρώμενο την άνοιξη. Αυτός ο δραματουργικός πυρήνας έχει οδηγήσει πολλούς μελετητές να δουν στους Μάηδες (και στα ανάλογα μασκαρευτικά έθιμα) μια επιβίωση αρχαίων διονυσιακών τελετουργιών. Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο R. M. Dawkins και ο J. C. Lawson, μελετώντας παρόμοια δρώμενα στη Θράκη, υπέδειξαν ότι αυτά αποτελούν κατάλοιπα της λατρείας του Διονύσου. Ο A.J.B. Wace συνόψισε αυτήν την άποψη σημειώνοντας ότι ο μεταμφιεσμένος “Γέρος” ή “Αράπης” αντιπροσωπεύει κατά πάσα πιθανότητα τον ίδιο τον Διόνυσο και ότι οι σκηνές θανάτου-ανάστασης του εθίμου είναι απομεινάρια αρχαίων μύθων του θεού. Στην αρχαία διονυσιακή λατρεία, ο θεός Διόνυσος (όπως και άλλες θεότητες της βλάστησης) πέθαινε και επανερχόταν στη ζωή, συμβολίζοντας τον κύκλο του αμπελιού και της φύσης. Ανάλογα, στους Μάηδες βλέπουμε τον “Διόνυσο” (Γέρο) να θανατώνεται και να ανασταίνεται θαυματουργά, φέρνοντας την ευφορία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα συγκεκριμένα έθιμα επιβιώνουν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, δηλαδή στη Μακεδονία, τη Θράκη, τη Θεσσαλία, περιοχές που στην αρχαιότητα θεωρούνταν κοιτίδες της λατρείας του Διονύσου (Όλυμπος, Πίερια, αρχαία Θράκη).
Η δομή του δρώμενου έχει επίσης συγκριθεί με την αρχαία ελληνική δραματική παράδοση. Έχει επισημανθεί η αναλογία με μια τριλογία τραγωδιών που κλείνει με σατυρικό δράμα: η ιστορία του ήρωα (γέννηση – γάμος – θάνατος – ανάσταση) που καταλήγει σε σκωπτικούς χορούς θυμίζει τον τρόπο που στις αρχαίες γιορτές του Διονύσου οι σοβαρές τραγωδίες ολοκληρώνονταν με ένα κωμικό σατυρικό έργο. Στους Μάηδες, μετά τον “τραγικό” θάνατο και την ανάσταση, ακολουθεί διονυσιακό γλέντι με φαλλικά αστεία και χάχανα – ένα λαϊκό ανάλογο του σατυρικού δράματος. Επιπλέον, η περίοδος τέλεσης (Πρωτομαγιά) συμπίπτει με την έξαρση της βλάστησης και την ανθοφορία, ενισχύοντας τον συμβολισμό της νίκης της ζωής επί του θανάτου. Το μαγιόπουλο ντυμένο στα φύλλα ενσαρκώνει τον πνεύμα της βλάστησης, παρόμοια με τις αρχαίες εορτές της άνοιξης.
Οι λαογράφοι τονίζουν και τον ευετηριακό χαρακτήρα του δρώμενου: πιστεύεται ότι η αναπαράσταση αυτής της “ανάστασης” εξασφαλίζει καλή σοδειά και καρποφορία για τη χρονιά. Το έθιμο λειτουργεί δηλαδή ως μια συμβολική ανανέωση του κόσμου: μέσα από το τελετουργικό παιχνίδι, η κοινότητα ξορκίζει τον χειμωνιάτικο θάνατο και υποδέχεται επίσημα την άνοιξη και τη ζωή. Άλλα στοιχεία (όπως η κλεψιγαμία, ο γάμος και η κωμική απαγωγή της νύφης, ή η στρατιωτική/οθωμανική μεταμφίεση) προσθέτουν διαστάσεις κοινωνικής σάτιρας αλλά και ιστορικής μνήμης. Για παράδειγμα, οι φιγούρες του Γενίτσαρου και του Αράπη ίσως σατιρίζουν τους παλιούς δυνάστες (Οθωμανούς) σε μια εποχή που το Πήλιο είχε ζωντανή την ανάμνηση της Τουρκοκρατίας – το έθιμο κατά την παράδοση γεννήθηκε επί Τουρκοκρατίας, όταν οι ντόπιοι μεταμφιέζονταν και γλεντούσαν ελεύθερα την άνοιξη, μακριά από τα βλέμματα των αρχών. Η προσωρινή ανατροπή της τάξης (νέοι που μασκαρεύονται ως γέροι και γιατροί, χωρικοί που «κλέβουν» συμβολικά κοκότες ή φιλοδωρήματα από τους πλούσιους, άνδρες ντυμένοι γυναίκες κλπ.) συνδέεται με το πνεύμα του καρναβαλιού και των διονυσιακών εθίμων, όπου για λίγο αίρονται οι συμβάσεις της κοινωνίας προς τιμήν της γονιμικής δύναμης της φύσης. Έτσι, οι Μάηδες εντάσσονται στον ευρύτερο κύκλο των ανοιξιάτικων-ευετηριακών τελετουργιών που εορτάζουν τον θάνατο και την ανάσταση στη φύση, συνδέοντας τον αρχαίο μύθο με τη λαϊκή παράδοση.
Συγκριτικές Παραδόσεις στην Ελλάδα και τον Κόσμο
Το δρώμενο των Μάηδων του Πηλίου παρουσιάζει εντυπωσιακές αναλογίες με άλλα λαϊκά έθιμα, τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και διεθνώς, παρότι η συγκεκριμένη χρονολογία (Πρωτομαγιά) και η ονομασία είναι τοπικά ιδιαίτερες. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας δεν απαντά ο όρος “Μάηδες” ή “Maymen” για ανάλογο έθιμο, καθώς το όνομα συνδέεται άμεσα με τον μήνα Μάιο. Ωστόσο, ανά την ελληνική επικράτεια συναντάμε παρόμοια δρώμενα με μεταμφιέσεις, καλάντισμα και θεματική θανάτου-ανάστασης, συνήθως σε διαφορετικές εποχές του έτους (κυρίως τον χειμώνα). Για παράδειγμα, στη δυτική και βόρεια Μακεδονία και στη Θεσσαλία έχουμε τα Ραγκουτσάρια ή Μωμόγεροι του Δωδεκαημέρου (από την Πρωτοχρονιά ως τα Φώτα), όπου εμφανίζονται ομάδες μεταμφιεσμένων με φιγούρες όπως ο Γέρος, η Νύφη, ο Γιατρός κ.ά., και εκτυλίσσεται παρόμοια ιστορία με έναν θανάσιμο καβγά και θαυματουργή ανάσταση του σκοτωμένου από τον γιατρό. Ο Πολίτης σημείωνε στις αρχές του 20ού αι. ότι τέτοια μιμοδράματα με γαμπρό-νύφη-Αράπη παίζονταν στα Φάρσαλα (Θεοφάνια) και στην Καρδίτσα (Πρωτοχρονιά), ενώ ο Wace καταγράφει πλήθος περιπτώσεων στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, όλες με τον ίδιο «κοινό παρονομαστή» του διονυσιακού θανάτου και ανάστασης. Χαρακτηριστικό είναι το θρακιώτικο έθιμο του «Καλόγερου», που τελείται την Καθαρά Δευτέρα σε χωριά της Ανατολικής Ρωμυλίας/Θράκης: εκεί ένας μεταμφιεσμένος γέρος (ο Καλόγερος) “οργώνεται” τελετουργικά, «πεθαίνει» στα χωράφια και κατόπιν ανασταίνεται, για να εξασφαλιστεί η καλή σοδειά. Ο Dawkins (1906) ανέδειξε τη διονυσιακή χροιά αυτού του θρακικού δρώμενου και τη στενή του συγγένεια με τους Μάηδες. Και στα δύο, ο κεντρικός “γέρος-Διόνυσος” πεθαίνει και επανέρχεται στη ζωή, φέρνοντας την καρποφορία. Επιπλέον, τόσο στους Μάηδες όσο και στον Καλόγερο, μετά την ανάσταση ακολουθεί φαλλικό γλέντι, στον Καλόγερο ο αναστημένος μοιράζει με ένα ξύλινο φαλλό ευλογίες, ενώ στους Μάηδες το φινάλε έχει άσεμνες χειρονομίες και αστεία. Πρόκειται προφανώς για διαφορετικές τοπικές εκφράσεις μιας αρχέγονης ιδέας: της τελετουργικής αναγέννησης της φύσης μέσω της προσωρινής θυσίας ενός «βασιλιά» ή πνεύματος της βλάστησης.
Παρόμοιες παραδόσεις βρίσκουμε και σε άλλους βαλκανικούς λαούς. Οι “Μπαμπούγεροι” της Βουλγαρίας και τα “Mамури” της Σερβίας (επίσης κατά την περίοδο του Δωδεκαημέρου ή της Αποκριάς) περιλαμβάνουν μεταμφιεσμένους με προσωπίδες, κουδούνια και σκηνές όπου ένας “Αράπης” ή “νύφη” πεθαίνει και σώζεται από θαυματουργό γιατρό – έθιμα που οι βαλκανιολόγοι επίσης συσχέτισαν με αρχαίες ευετηριακές πρακτικές. Ο Wace στο άρθρο του *“Mumming Plays in the Southern Balkans”* (1913) κατέγραψε τέτοιες παραλλαγές σε χωριά της τότε Οθωμανικής Μακεδονίας και Θράκης, τονίζοντας ότι οι λαϊκές παραστάσεις με θάνατο-ανάσταση δεν είναι αποκλειστικά ελληνικές, αλλά κοινή κληρονομιά της Ν.Α. Ευρώπης. Ακόμη και τα «στρατιωτικά» στοιχεία (Γενίτσαροι, Ζεϊμπέκηδες κλπ.) εμφανίζονται και σε βουλγαρικές και βλάχικες εκδοχές, υποδηλώνοντας αλληλεπιδράσεις μεταξύ των λαών της περιοχής. Ένα ενδιαφέρον κοινό έθιμο ήταν και η “κλεψιά της κότας”: σε περιοχές της Θεσσαλίας (π.χ. Τύρναβος) και της Θράκης, οι μεταμφιεσμένοι έπαιρναν στα αστεία καμιά κότα από τα σπίτια για να την ψήσουν στο γλέντι, τόσο ώστε οι Αρχές κάποτε χρειάστηκε να απαγορεύσουν το έθιμο λόγω «υπερβολών». Αυτή η λεπτομέρεια –της προσωρινής παραβατικότητας– δείχνει πόσο βαθιά ενταγμένα στο πνεύμα της ανομίας του καρναβαλιού είναι τέτοια δρώμενα: η κοινωνία επιτρέπει στους νέους να παραβούν συμβολικά ορισμένους κανόνες (να μεταμφιεστούν, να «κλέψουν» λίγο φαγητό, να σατιρίσουν την εξουσία) ως μέρος της τελετουργικής μετάβασης στη νέα εποχή.
Εκτός Βαλκανίων, ο μύθος του πεθαμένου και αναστημένου ήρωα εμφανίζεται σε πολλές λαϊκές θεατρικές παραδόσεις. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, οι παραστάσεις των Mummers’ plays (λαϊκά δρώμενα που παίζονται από μασκαρεμένους σε χωριά κατά τις γιορτές του χειμώνα) έχουν σχεδόν την ίδια πλοκή: ο ήρωας (συχνά ο Άγιος Γεώργιος) μονομαχεί με έναν αντίπαλο, πέφτει νεκρός και κατόπιν ένας γιατρός εμφανίζεται και τον ανασταίνει θαυματουργά. Και εκεί υπάρχει η φιγούρα του *fool* (συγκρίσιμη με τον δικό μας Αράπη ή τον διάβολο που εμφανίζεται σε μερικές ελληνικές παραλλαγές) και ένας άνδρας ντυμένος γυναικεία (η “Μάνα” ή η “Γριά” των ελληνικών δρωμένων). Οι Άγγλοι λαογράφοι θεωρούν ότι αυτά τα mummers’ plays πιθανότατα έχουν τις ρίζες τους σε παμπάλαιες αγροτικές τελετές για την αλλαγή του χρόνου, όπου ο θάνατος και η ανάσταση του ήρωα συμβολίζουν τον παλιό χρόνο που φεύγει και τον νέο που έρχεται. Παρότι οι γραπτές μαρτυρίες για τα αγγλικά mummers ξεκινούν μόλις τον 18ο αιώνα, η επαναλαμβανόμενη παρουσία του μοτίβου «μάχη – θάνατος – γιατρειά – ανάσταση» υποδεικνύει μια αρχέγονη ιεροτελεστία αναγέννησης πίσω από τη φολκλορική σκηνή. Παρόμοιες πρακτικές υπήρχαν και αλλού στην Ευρώπη: στη Γερμανία και τη Σκανδιναβία τα μεσαιωνικά “mask games” είχαν αντίστοιχα μοτίβα, ενώ στη δυτική Ευρώπη η μορφή του “Πράσινου Ανθρώπου” (Green Man) ή του “Μαγιάτικου Βασιλιά” αποτυπώνει επίσης το πνεύμα της βλάστησης που πεθαίνει και αναγεννάται. Για παράδειγμα, στην Αγγλία του 16ου-17ου αιώνα, κατά τις γιορτές του Mayday, εμφανιζόταν ο Jack in the Green, ένας άνθρωπος καλυμμένος πλήρως με πράσινα κλαδιά και λουλούδια, ο οποίος ηγούνταν των παρελάσεων της Πρωτομαγιάς – ανάλογος με το δικό μας Μαγιόπουλο. Σε πολλές περιοχές της κεντρικής Ευρώπης, η μορφή αυτή του “Πράσινου” ενίοτε υφίσταται μια τελετουργική “θανάτωση” ή αποβολή: χαρακτηριστικό είναι το σλαβικό έθιμο της Μαρένας (Morana), όπου ένα ομοίωμα της θεάς του Χειμώνα καίγεται ή πνίγεται στα τέλη Μαρτίου, και κατόπιν οι χωρικοί φέρνουν στο χωριό το “Δέντρο του Μάη” ή ένα νεαρό πράσινο κλαδί, συμβολίζοντας την έλευση της Άνοιξης. Αν και αυτό το έθιμο (διαδεδομένο σε Πολωνία, Τσεχία, κ.ά.) δεν έχει την ακριβή μορφή του μυσταγωγικού παιχνιδιού με γιατρό, μοιράζεται την ίδια ιδέα: η Άνοιξη νικά τον Χειμώνα μέσω ενός τελετουργικού θανάτου και νέας ζωής. Ακόμα και στις Ρομά παραδόσεις των Βαλκανίων, το πανηγύρι του Ederlezi (Άι-Γιώργης, 6 Μαΐου) περιλαμβάνει τη λατρεία μιας πρασινοφορεμένης φιγούρας (*Baro Djurdjo* – «Μεγάλος Γιώργος») που ευλογεί τους πιστούς με φύλλα, ενσωματώνοντας τη δύναμη της βλάστησης.
Συγκρίνοντας όλες αυτές τις παραδόσεις, διαπιστώνουμε ότι οι Μάηδες του Πηλίου αποτελούν έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κρίκο σε μια αλυσίδα παγκόσμιων ευετηριακών δρωμένων. Ενώ το όνομα “Maymen”/Μάηδες είναι μοναδικό για το Πήλιο, το περιεχόμενο, το παιχνίδι της πεθαμένης και αναστημένης Άνοιξης, είναι πανανθρώπινο και βαθιά ριζωμένο στη συμβολική σκέψη των κοινωνιών. Το πηλιορείτικο έθιμο ξεχωρίζει, διότι διατήρησε αυτό το αρχέτυπο στοιχείο ζωντανό ως τις μέρες μας, σε ένα συμφραζόμενο (Πρωτομαγιά) που το κάνει άμεσα αναγνωρίσιμο ως γιορτή της Άνοιξης. Σε αντίθεση με άλλα μέρη όπου τέτοιες παραδόσεις μεταφέρθηκαν στον χειμώνα ή στο καρναβάλι, εδώ ο αρχαίος κύκλος του Μάη διασώθηκε στον φυσικό του χρόνο.
Προσπάθειες Διατήρησης και Σύγχρονες Αναβιώσεις
Η αναβίωση των Μάηδων στη Μακρινίτσα τη δεκαετία του 1950 από τον Κουϊκούμη και την «τρελοπαρέα», καθώς και η δημιουργία νέων ενδυμασιών από την Μαγδαληνή Λίτινα-Ραφτάκη το 1996, έδωσαν νέα πνοή στο έθιμο, ενώ η ψηφιακή ηχογράφηση από τοπικούς συλλόγους διασφαλίζει τη διατήρηση της μουσικής και των τραγουδιών για τις επόμενες γενιές. Οι δράσεις των ανθρώπων της Μακρυνίτσας ήταν αυτές που διέσωσαν τους Μάηδες και έφθασαν μέχρι τις μέρες μας, όπως η ένταξη του δρωμένου στον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς από το φορέα της Μακρυνίτσας. Η συμβολή του Αγίου Λαυρεντίου στα νεότερα χρόνια είναι η προσπάθεια να διατηρηθεί η μνήμη και στα υπόλοιπα χωριά, που είχαν ιστορικά σχέση με το δρώμενο. Το έθιμο αναβιώνει χάρη στους Αγιολαυρεντίτες λαϊκούς οργανοπαίχτες του ζουρνά και του νταουλιού, όπως ο αείμνηστος ιατρός Τσιάντος Απόστολος και οι Καραμανιωλας Χαράλαμπος, Σπίνας Ζήσης, Ζησιός Γεώργιος, Καραμανιωλας Γιάννης και Νίτης Λαυρέντιος.
Συμπεράσματα
Οι «Μάηδες» του Πηλίου συνιστούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς ένα τοπικό λαϊκό έθιμο μπορεί να περιέχει πολυεπίπεδη ιστορική μνήμη και συμβολική σημασία. Από την επιφάνεια, το χαρούμενο πανηγύρι της Πρωτομαγιάς με χορούς, τραγούδια και σάτιρα, μέχρι τον πυρήνα, τον αρχέγονο μύθο του θνήσκοντος και αναγεννώμενου πνεύματος της βλάστησης, το δρώμενο αυτό συμπυκνώνει αιώνες πολιτισμού. Η εξέλιξή του μέσα στον χρόνο, από τις πρώτες αναφορές του 1889, στη σχεδόν εξαφάνιση και την αναβίωση τον 20ό αιώνα, δείχνει την ανθεκτικότητα αλλά και την ευελιξία της παράδοσης: οι Μάηδες προσαρμόστηκαν σε νέα συμφραζόμενα (τουρισμός, πολιτιστικές εκδηλώσεις) χωρίς να χάσουν τον βασικό τους χαρακτήρα.
Από ανθρωπολογική σκοπιά, οι Μάηδες προσφέρουν ένα ζωντανό παράθυρο σε πανάρχαιες αντιλήψεις. Όπως τεκμηριώνουν οι συγκριτικές μελέτες, το μοτίβο του θείου ήρωα που θυσιάζεται και επανέρχεται στη ζωή για να εξασφαλίσει την ευφορία, είναι οικουμενικό, από τον Διόνυσο και τον Άδωνη έως τα λαϊκά δρώμενα της Ευρώπης. Στο Πήλιο, αυτός ο μύθος όχι μόνο επιβίωσε, αλλά συνεχίζει να βιώνεται από την κοινότητα: κάθε άνοιξη, οι νέοι του χωριού “γίνονται” Μάηδες, αναλαμβάνοντας τους ίδιους τυποποιημένους ρόλους που έπαιζαν οι προπαππούδες τους, και έτσι διαιωνίζουν μια αλυσίδα πολιτισμικής μνήμης. Σύμφωνα με όσα προαναφέραμε, η σκέψη ότι το έθιμο ήταν ευρύτερο γεωγραφικά και χρονικά, ότι συνδέεται άμεσα με τον διονυσιακό κύκλο και ότι ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια παγκόσμιων ευετηριακών τελετουργιών, μας βοηθά να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο την αξία του. Οι Μάηδες του Πηλίου δεν είναι απλώς μια τοπική “γραφική” παράσταση, αποτελούν ζωντανό κομμάτι της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς που γεφυρώνει το σήμερα με έναν πανάρχαιο τελετουργικό χρόνο. Ελπίζουμε ότι με τη φροντίδα της κοινότητας, αυτό το ξεχωριστό έθιμο θα συνεχίσει να ανθίζει κάθε Μάη, όπως ακριβώς τα λουλούδια και η ζωή που γιορτάζει.
Βιβλιογραφικές Πηγές
Η παρούσα μελέτη βασίστηκε σε πλήθος πηγών, μεταξύ των οποίων οι επιτόπιες καταγραφές του A.J.B. Wace (1910, 1913), τα δημοσιεύματα του 19ου αιώνα (Κυρτσώνης 1889, Εσφιγμενίτης 1898), οι αναφορές νεότερων ιστορικών και λαογράφων (Βάμβακος 1929, Κορδάτος 1931), καθώς και σύγχρονες έρευνες (Λιάπης 1990, Θωμάς 1996, Σαχινίδης 1995, Καπανιάρης & Τσούκας 2021 κ.ά.). Επιπλέον, αξιοποιήθηκαν συγκριτικά δεδομένα από τη διεθνή βιβλιογραφία των λαϊκών δρωμένων (Dawkins 1906, Lawson 1910, Britannica κ.λπ.) προκειμένου να φωτιστεί πληρέστερα η σημασία των Μάηδων σε διαχρονικό και διαπολιτισμικό πλαίσιο.
Φωτογραφικό υλικό: Δημητρης Τσιουβάκας
Μελέτη και Σύνταξη
Παυλίδης Μιχάλης, Καραδήμητρος Σίμος, Νίτης Λαυρέντης